lefobserver.blogspot.com
Γεράσιμος Ραφτόπουλος
Ο Γεράσιμος Ραφτόπουλος είναι ο νεότερος υπαξιωματικός στην ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Γεννήθηκε στο Φισκάρδο της Κεφαλονιάς το 1900. Κατά το 1ο Βαλκανικό Πόλεμο, εναντίον των Οθωμανών, κατατάχθηκε εθελοντικά στην ηλικία των 12 και έγινε δεκτός ως οπλίτης του 18ου Συντάγματος Πεζικού της IV Μεραρχίας. Για το θάρρος του στη μάχη του Σαραντάπορου, έλαβε ένα τυφέκιο Manlicher – Schonauer ως δώρο. Στη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά το 1913, κατάφερε να ξεφύγει από αιχμαλωσία, σκοτώνοντας 3 από τους 5 Βούλγαρους που τον είχαν αιχμαλωτίσει. Επιστρέφοντας στις Ελληνικές γραμμές, βρήκε ένα τραυματισμένο Εύζωνα και τον μετέφερε σώζοντάς τον, από βέβαιο θάνατο. Για την ανδρεία του, προήχθη στο βαθμό του Δεκανέα την 28η Αυγούστου 1913 σε ηλικία 13 ετών.
23.6.09
ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΑΤΑΠΑΣ - ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ.
www.capetanmatapas.gr
Καπετάν Ματαπάς ή Παπαχρήστος της μονής Όσιανης ή ψαράς της λίμνης των Γιαννιτσών. Τρισυπόστατος και πολυμήχανος αρχηγός, ανδρείος και υπεράνθρωπος πολεμιστής με πολύμορφη εθνική δράση.
Κανείς δεν είναι σε θέση να περιγράψει με ακρίβεια την εθνική δράση του καπετάν Ματαπά, δράση που σχετίζεται με πολεμικές επιχειρήσεις αλλά και με κατά τόπους έρευνες που διεξήγε κατά καιρούς ο ίδιος σε πολλές περιοχές της κεντρικής Μακεδονίας. Ο τίτλος « καπετάν Ματαπάς » είναι ψευδώνυμο του Μιχαήλ Αναγνωστάκου, ανθυπολοχαγού του πυροβολικού της Χαριάς του ιστορικού Πύργου Διρού της Μάνης.
Ο καπετάν Ματαπάς διάγει τον βίο του ασφαλώς επηρεασμένος από την ιστορία και την ένδοξη παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Μάνης. Έχει ζήσει και στιγματιστεί από το 1826, όταν Μανιάτισσες αναμετριούνται με τον συντεταγμένο Αιγυπτιακό στρατό του Ιμπραήμ πασά, και με μοναδικά όπλα τα δρεπάνια και τα σπαθιά τους κατορθώνουν να κατατροπώσουν τους Αιγυπτίους και να τους ρίξουν στη θάλασσα. Φλεγόμενος από τα αισθήματά του και μην μπορώντας να ανεχτεί άλλο την τρομοκρατία ξένων εισβολέων και ληστρικών ομάδων στη Μακεδονική γη, ζητάει επίμονα να μεταβεί εκεί. Σκοπός του είναι να μελετήσει από κοντά την κατάσταση και να αναλάβει άμεση δράση. Αρχικά (το 1905) το Ελληνικό Μακεδονικό κομιτάτο (αντάρτικο σώμα) της Θεσσαλονίκης τον στέλνει στην κεντρική Μακεδονία όπου κατορθώνει να εισχωρήσει ως ζωέμπορος. Ο Μακεδονικός Αγώνας βρίσκεται στην έντασή του την ίδια περίοδο που εχθρικά Βουλγαρικά σώματα τρομοκρατούν την ύπαιθρο της Μακεδονίας με εγκλήματα και δολοφονίες. Με τη μορφή του ζωέμπορου διασχίζει όλη την κεντρική Μακεδονία, μελετά την κατάσταση και ιδρύει μυστικούς πυρήνες εθνικής αμύνης σε διάφορα χωριά και όπου οι συνθήκες του το επιτρέπουν. Θεωρώντας την ένοπλη δράση μοναδική λύση, ζητάει και γίνεται αρχηγός εθελοντικού στρατού (κυρίως Μανιάτες) υπό τον τίτλο ‘Καπετάν Ματαπάς’. Με την εξαιρετική του δράση στην περιφέρεια Λαγκαδά αναγκάζει την τουρκική διοίκηση να λάβει έκτακτα μέτρα. Ο ίδιος μεταμορφώνεται σε παπά και με το ψευδώνυμο Παπαχρήστος διαφεύγει στη Μονή Όσιανη, όπου και συνεχίζει το έργο του μέχρι το 1906, πότε κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο και πότε ενεργώντας μυστηριωδώς με το όπλο κάτω από το ράσο.
Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 1906 αναλαμβάνει υπαρχηγός στη λίμνη των Γιαννιτσών και με τη βοήθεια συναγωνιστών του κατασκευάζει καλύβες -ορμητήρια και καταφύγια Ελλήνων εθελοντών πολεμιστών.
Οι κακουχίες όμως του βάλτου σε συνδυασμό με την ψυχική και σωματική κόπωση επιδρούν σοβαρά στην υγεία του ενώ οι αρρώστιες του βάλτου εξασθενίζουν τον ίδιο και τους αγωνιστές του. Αναγκάζεται να αποτραβηχτεί και να αναλάβει αρχηγός εθελοντικού σώματος του Ολύμπου και των Πιερρίων, όπου και για ένα χρόνο κατατροπώνει τις ληστείες στην περιοχή και διαλύει την ρουμανική προπαγάνδα.
Στην τετράχρονη πολύμορφη διαμονή του στη Μακεδονία ο καπετάν Ματαπάς εκτός των άλλων κατορθώνει να εξολοθρεύσει τους διασημότερους ληστές που τρομοκρατούν τη περιοχή και την Μονή Πέτρα. Στη Βέρροια θέλοντας να φοβερίσει έναν διαβόητο Ρουμάνο κακοποιό μεταμφιέζεται σε ψαρά. Το περιστατικό έχει ως εξής: Ο Ματαπάς ψαράς πήγε στο σπίτι του Ρουμάνου και του προσέφερε ένα μεγάλο ψάρι, στην κοιλιά του οποίου έγραφε: Ήρθα μόνος μου να με γνωρίσεις και να σε γνωρίσω και σου συνιστώ να αλλάξεις δρόμο γιατί ο δρόμος που τραβάς σε φέρνει κατά πάνω μου και καλή αντάμωση. Όταν άνοιξαν το ψάρι για να το καθαρίσουν βρήκαν το γράμμα και ο περιβόητος Ρουμάνος έφυγε από την Βέρροια χωρίς ποτέ να επιστρέψει.
Λόγω της πολύμορφης δράσης του ο καπετάν Ματαπάς έγινε θρύλος και οι χωρικοί της Μακεδονίας απεικόνισαν τη δράση του λέγοντας:
Τι είναι αυτός ο Ματαπάς
Τον ευρίσκεις όπου πας
Πότε γίνεται παπάς
Πότε αντάρτης και ψαράς
Έχοντας σαν όραμα μια ελεύθερη πατρίδα και ενώ βρισκόταν σε τιμητική διαθεσιμότητα όταν εξεράγη ο ΕλληνοΒουλγαρικός πόλεμος προσφέρθηκε εθελοντικά και ηγούμενος λόχο προσκόπων επιτέθηκε στη μάχη του Λαχανά, όπου και έπεσε ένδοξα μαχόμενος για την πατρίδα και ενώ ο αντίπαλος τρεπόταν σε φυγή. Στην τοποθεσία όπου έπεσε ανεγέρθηκε μνημείο προς τιμήν του. Το όνομα του καπετάν Ματαπά στολίζει τιμητικά πολλές οδούς ελληνικών πόλεων (Κατερίνης - Πειραιώς κ.α.).-
.
Καπετάν Ματαπάς ή Παπαχρήστος της μονής Όσιανης ή ψαράς της λίμνης των Γιαννιτσών. Τρισυπόστατος και πολυμήχανος αρχηγός, ανδρείος και υπεράνθρωπος πολεμιστής με πολύμορφη εθνική δράση.
Κανείς δεν είναι σε θέση να περιγράψει με ακρίβεια την εθνική δράση του καπετάν Ματαπά, δράση που σχετίζεται με πολεμικές επιχειρήσεις αλλά και με κατά τόπους έρευνες που διεξήγε κατά καιρούς ο ίδιος σε πολλές περιοχές της κεντρικής Μακεδονίας. Ο τίτλος « καπετάν Ματαπάς » είναι ψευδώνυμο του Μιχαήλ Αναγνωστάκου, ανθυπολοχαγού του πυροβολικού της Χαριάς του ιστορικού Πύργου Διρού της Μάνης.
Ο καπετάν Ματαπάς διάγει τον βίο του ασφαλώς επηρεασμένος από την ιστορία και την ένδοξη παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Μάνης. Έχει ζήσει και στιγματιστεί από το 1826, όταν Μανιάτισσες αναμετριούνται με τον συντεταγμένο Αιγυπτιακό στρατό του Ιμπραήμ πασά, και με μοναδικά όπλα τα δρεπάνια και τα σπαθιά τους κατορθώνουν να κατατροπώσουν τους Αιγυπτίους και να τους ρίξουν στη θάλασσα. Φλεγόμενος από τα αισθήματά του και μην μπορώντας να ανεχτεί άλλο την τρομοκρατία ξένων εισβολέων και ληστρικών ομάδων στη Μακεδονική γη, ζητάει επίμονα να μεταβεί εκεί. Σκοπός του είναι να μελετήσει από κοντά την κατάσταση και να αναλάβει άμεση δράση. Αρχικά (το 1905) το Ελληνικό Μακεδονικό κομιτάτο (αντάρτικο σώμα) της Θεσσαλονίκης τον στέλνει στην κεντρική Μακεδονία όπου κατορθώνει να εισχωρήσει ως ζωέμπορος. Ο Μακεδονικός Αγώνας βρίσκεται στην έντασή του την ίδια περίοδο που εχθρικά Βουλγαρικά σώματα τρομοκρατούν την ύπαιθρο της Μακεδονίας με εγκλήματα και δολοφονίες. Με τη μορφή του ζωέμπορου διασχίζει όλη την κεντρική Μακεδονία, μελετά την κατάσταση και ιδρύει μυστικούς πυρήνες εθνικής αμύνης σε διάφορα χωριά και όπου οι συνθήκες του το επιτρέπουν. Θεωρώντας την ένοπλη δράση μοναδική λύση, ζητάει και γίνεται αρχηγός εθελοντικού στρατού (κυρίως Μανιάτες) υπό τον τίτλο ‘Καπετάν Ματαπάς’. Με την εξαιρετική του δράση στην περιφέρεια Λαγκαδά αναγκάζει την τουρκική διοίκηση να λάβει έκτακτα μέτρα. Ο ίδιος μεταμορφώνεται σε παπά και με το ψευδώνυμο Παπαχρήστος διαφεύγει στη Μονή Όσιανη, όπου και συνεχίζει το έργο του μέχρι το 1906, πότε κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο και πότε ενεργώντας μυστηριωδώς με το όπλο κάτω από το ράσο.
Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 1906 αναλαμβάνει υπαρχηγός στη λίμνη των Γιαννιτσών και με τη βοήθεια συναγωνιστών του κατασκευάζει καλύβες -ορμητήρια και καταφύγια Ελλήνων εθελοντών πολεμιστών.
Οι κακουχίες όμως του βάλτου σε συνδυασμό με την ψυχική και σωματική κόπωση επιδρούν σοβαρά στην υγεία του ενώ οι αρρώστιες του βάλτου εξασθενίζουν τον ίδιο και τους αγωνιστές του. Αναγκάζεται να αποτραβηχτεί και να αναλάβει αρχηγός εθελοντικού σώματος του Ολύμπου και των Πιερρίων, όπου και για ένα χρόνο κατατροπώνει τις ληστείες στην περιοχή και διαλύει την ρουμανική προπαγάνδα.
Στην τετράχρονη πολύμορφη διαμονή του στη Μακεδονία ο καπετάν Ματαπάς εκτός των άλλων κατορθώνει να εξολοθρεύσει τους διασημότερους ληστές που τρομοκρατούν τη περιοχή και την Μονή Πέτρα. Στη Βέρροια θέλοντας να φοβερίσει έναν διαβόητο Ρουμάνο κακοποιό μεταμφιέζεται σε ψαρά. Το περιστατικό έχει ως εξής: Ο Ματαπάς ψαράς πήγε στο σπίτι του Ρουμάνου και του προσέφερε ένα μεγάλο ψάρι, στην κοιλιά του οποίου έγραφε: Ήρθα μόνος μου να με γνωρίσεις και να σε γνωρίσω και σου συνιστώ να αλλάξεις δρόμο γιατί ο δρόμος που τραβάς σε φέρνει κατά πάνω μου και καλή αντάμωση. Όταν άνοιξαν το ψάρι για να το καθαρίσουν βρήκαν το γράμμα και ο περιβόητος Ρουμάνος έφυγε από την Βέρροια χωρίς ποτέ να επιστρέψει.
Λόγω της πολύμορφης δράσης του ο καπετάν Ματαπάς έγινε θρύλος και οι χωρικοί της Μακεδονίας απεικόνισαν τη δράση του λέγοντας:
Τι είναι αυτός ο Ματαπάς
Τον ευρίσκεις όπου πας
Πότε γίνεται παπάς
Πότε αντάρτης και ψαράς
Έχοντας σαν όραμα μια ελεύθερη πατρίδα και ενώ βρισκόταν σε τιμητική διαθεσιμότητα όταν εξεράγη ο ΕλληνοΒουλγαρικός πόλεμος προσφέρθηκε εθελοντικά και ηγούμενος λόχο προσκόπων επιτέθηκε στη μάχη του Λαχανά, όπου και έπεσε ένδοξα μαχόμενος για την πατρίδα και ενώ ο αντίπαλος τρεπόταν σε φυγή. Στην τοποθεσία όπου έπεσε ανεγέρθηκε μνημείο προς τιμήν του. Το όνομα του καπετάν Ματαπά στολίζει τιμητικά πολλές οδούς ελληνικών πόλεων (Κατερίνης - Πειραιώς κ.α.).-
.
ΧΑΤΖΗΜΗΤΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ " Τ Α ΜΝΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΛΟΦΟ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ".
www.eidisis.gr
Ως αφιέρωμα στην επέτειο της Μάχης
του Κιλκίς, (19-21 Ιουνίου 1913)
δημοσιεύουμε σήμερα την παρουσίαση
των μνημείων που κοσμούν τον λόφο
της Θυσίας, τον ιερό χώρο
όπου έπεσαν χιλιάδες έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί για χαρίσουν την ελευθερία στη ιερή μακεδονική μας γη.
Την επιμέλεια
του αφιερώματος, ενταγμένου στη σπουδαία συνολική εργασία του «Μνημεία του Κιλκίς»
έχει ο συνεργάτης μας,
φιλόλογος
Αθανάσιος Χατζημητάκος.
10. Μέσα στον περίβολο δεξιά και αριστερά μετά την είσοδο δεσπόζουν δύο κανόνια, λάφυρα της μάχης, μεγαλύτερα απ’ αυτά που συναντάει ο επισκέπτης έξω από την είσοδο.
11. Μπροστά από κάθε κανόνι, δίπλα στο διάδρομο, υπάρχουν δύο τσιμεντένιες στήλες με ορθομαρμάρωση μπροστά τους (0,80Χ0,50 μ.), αναθηματικές, με ονόματα νεκρών στρατιωτών στη μάχη.
Η δεξιά στήλη κάτω από το φύλλο δάφνης, ανάγλυφο, γράφει: Παπανδρέου Νικόλαος, λοχίας πεζικού, Ψαρράς Κυριάκος, στρατιώτης πεζικού, Χατζημιχάλης Μιχαήλ, στρατιώτης πεζικού, Σταλίδης Αθανάσιος, στρατιώτης πεζικού, Αρβανίτης Ιωάννης, στρατιώτης πεζικού, Βασιλειάδης Βασίλειος, στρατιώτης πεζικού.
Η αριστερή στήλη γράφει: Ηρωικώς πεσόντες κατά την μάχην του Κιλκίς 19-21 Ιουνίου 1913. Κουτσαγγέλου Δημήτριος, λοχίας πεζικού, Κουτσαγγέλου Αριστοτέλης, δεκανέας πεζικού, Βάσκος Θεμιστοκλής, στρατιώτης πεζικού, Καλούδης Ηρακλής, στρατιώτης πεζικού, Μαραντίδης Θεόδωρος, στρατιώτης πεζικού, Ζαφειρίου Αλέξανδρος, στρατιώτης πεζικού, και άλλοι 736 οπλίται.
12. Στα δεξιά της πρώτης στήλης, δίπλα στον περίβολο υπάρχει περιφραγμένο με τσιμεντένιο θεμέλιο δίμετρος τάφος, που η άσπρη μαρμάρινη πλάκα επάνω του γράφει κάτω από ένα σταυρό: Οστεοφυλάκιον ηρωικώς πεσόντων κατά την μάχην του Κιλκίς 19-21 Ιουνίου 1913. (Στα δεξιά η πλάκα σπασμένη σε δύο σημεία [αναγραφή 23.4.2009]).
13. Περιμετρικά, δίπλα στο τσιμεντένιο κυγκλίδωμα του περιβόλου, είναι στημένες πάνω σε βάσεις έξι προτομές αξιωματικών που πολέμησαν στη μάχη, οι εξής (αρχίζουν από αριστερά), όλες μπρούτζινες, με τις επιγραφές:
α. Διαλέτης Φωκίων, ταγματάρχης πεζικού, διοικητής 1ου Συντάγματος Πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς.
β. Καραγιαννόπουλος Κωνσταντίνος, αντισυνταγματάρχης πεζικού, διοικητής 7ου Συντάγματος Πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς.
γ. Βελισσαρίου Ιωάννης, ταγματάρχης πεζικού διοικητής 9ου τάγματος Ευζώνων VI Μεραρχίας, πολέμησε γενναία στη μάχη του Κιλκίς.
δ. Παπακυριαζής Ιωάννης, συνταγματάρχης πεζικου, δοικητής 4ου συντάγματος πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς.
ε. Καμπάνης Αντώνιος, συνταγματάρχης πεζικού, διοικητής 8ου συντάγματος πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς.
στ. Καμάρας Αντώνιος, αντισυνταγματάρχης πεζικού, διοικητής 16ου συντάγματος πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς. (Ο μόνος από τους έξι μέσα στον περίβολο που φοράει στρατιωτικό πηλήκιο· οι άλλοι είναι ασκεπείς).
Για τους πέντε νεκρούς της μάχης από τις παραπάνω προτομές ο Δήμος Κιλκίς έχει ονομάσει οδούς της πόλης με το όνομά τους. Εντύπωση προκαλεί το ότι στις αναθηματικές στήλες στην είσοδο του Ηρώου δεν μημονεύεται το όνομα του συνταγματάρχη Παπακυριαζή Ιωάννη.
14. Το Ηρώον
Στο κέντρο του περιβόλου, ακριβώς απέναντι από την είσοδο, επάνω σε ευρύχωρη οκταγωνική βάση ύψους περίπου ενός μέτρου είναι στημένο το μαρμάρινο σύμπλεγμα του Ηρώου της μάχης, στραμμένο όχι προς την είσοδο, αλλά βορειοανατολικά, προς την πόλη του Κιλκίς. Η βάση του συμπλέγματος είναι ένα μαρμάρινο βάθρο από λευκό καθαρό μάρμαρο -όπως και το σύμπλεγμα ύψους περίπου ενός μέτρου που οι δύο του πλευρές καλύπτονται από ανάγλυφο δάφνινο στεφάνι και η βορειοανατολική του πλευρά, στραμμένη προς την πόλη, έχει την επιγραφή: Έπεσαν μαχόμενοι υπέρ πατρίδος κατά την εν Κιλκίς μάχην τη 19, 20, 21 Ιουνίου 1913.
Το γλυπτικό σύμπλεγμα είναι, μια σύνθεση φαρδιά στη βάση του, που σαν πυραμίδα υψώνεται λεπτή κορυφή. Το θρυμματισμένο κανόνι κάτω από τα πόδια του Έλληνα αξιωματικού, ο νεκρός στρατιώτης ανάμεσα στα πόδια του, ο τραυματίας που κρατά στη μέση του με το αριστερό του χέρι, προτεταμένο περίστροφο με το δεξί, το ανοιχτό στήθος με το τραβηγμένο χιτώνιο, το ακάλυπτο κεφάλι, του, το όμορφο συμμετρικό πρόσωπο με το το προσηλωμένο βλέμμα μπροστά και προς τα κάτω στο στόχο του περιστρόφου δημιουργούν αυτή την πυραμίδα του συμπλέγματος, που είναι χάρμα οφθαλμών.
Κάτω δεξιά υπάρχει η επιγραφή : Γ. Δημητριάδης ο Αθηναίος γλύπτης.
Όλο το μνημείο, από την οκταγωνική βάση ως την κορυφή, πρέπει να ξεπερνάει τα τέσσερα μέτρα.
Τα εγκαίνια του Ηρώου αυτού έγιναν τον Ιούλιο του 1928 από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος Ελευθέριο Βενιζέλο. Σ’ αυτά ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς, εξηνταεννιάχρονος τότε, απάγγειλε το μεγαλόπνοο ποίημά του “Η πατρίδα προς τα τέκνα της”.
Το Πολεμικό Μουσείο
Βορειοδυτικά από την είσοδο του περιβόλου του Ηρώου, χαμηλά προς την πλαγιά του Λόφου είναι κτισμένο το Πολεμικό Μουσείο.
Έξω από την είσοδό του υπάρχει επιγραφή: “Στρατιωτικόν Μουσείον μάχης Κιλκίς. Ανακαίνιση 21.6.1987. Επέκταση-ανακαίνιση 21.6.1996”. Κάτω από την επιγραφή έχει το σήμα της VI Μεραρχίας με το λακωνικό σύνθημα “Ή ταν ή επί τας”.
15. Στον αύλειο χώρο συναντάμε δύο μπρούτζινες προτομές διοικητών μεραρχιών που πήραν μέρος στις μάχες Κιλκίς-Λαχανά. Η μία γράφει: Καλλάρης Κωνσταντίνος, υποστράτηγος, διοικητής II Μεραρχίας κατά την μάχην Κιλκίς-Λαχανά. Η δεύτερη γράφει: Γεννάδης Στέφανος, συνταγματάρχης Μηχανικού, διοικητής V Μεραρχίας κατά την μάχη του Κιλκίς-Λαχανά.
16. Το Μουσείο έχει τρεις αρκετά μεγάλες αίθουσες με εκθέματα σημαίες των στρατιωτικών τμημάτων της μάχης, πορτραίτα φωτογραφιών από πρόσωπα ή από περιστατικά της μάχης, προθήκες με όπλα της εποχής, κάδρα με πολιτικές ή στρατιωτικές προσωπικότητες της εποχής. Εντυπωσιάζει το κάδρο που διασώζει σε μεγάθυνση φωτοαντιγράφου το τηλεγράφημα που έστειλε ο επιτελάρχης του Στρατηγείου της μάχης αμέσως μετά την κατάληψη του Κιλκίς από τα ελληνικά στρατεύματα. Με συγκίνηση βαθιά το μνημονεύουμε: “21/6 Γενικόν Στρατιωτικόν Κέντρον. Κύριον Πρωθυπουργόν. Μετά χαράς αναγγέλω την κατάληψιν την στιγμήν ταύτην του Κιλκίς μετά τριήμερον σφοδρόν αγώνα. Καταδιώκεται ο εχθρός κατά πόδας. Ηθικόν στρατού μας έκτακτον. Δούσμανης”.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην πρώτη αίθουσα του Μουσείου υπάρχει επικλινής ανάγλυφος χάρτης 4 μΧ4 μ. περίπου που δείχνει την περιοχή του πεδίου της τριήμερης μάχης και τις διαδοχικές θέσεις των εμπολέμων κατά την εξέλιξή της. Με μαγνητοφωνημένη συσκευή κατατοπίζεται ο επισκέπτης, ενώ ταυτόχρονα στρατιώτης του Μουσείου με μακρόστενο “δείχτη” επισημαίνει τις κινήσεις των αντιπάλων στρατευμάτων.
Στη μεσαία αίθουσα υπάρχει προτομή μπρούτζινη με την επιγραφή: Αντισυνταγματάρχης πεζικού Καραγιαννόπουλος Κωνσταντίνος, διοικητής 7ου Σ.Π. ΙΙ Μεραρχίας εφονεύθη την 21.6.1913.
Για όσα αναφέρονται στο Λόφο των Ηρώων ολοκληρώνοντας συμπληρώνουμε ότι ο εικονιζόμενος στην προτομή μέσα στον περίβολο του Ηρώου Βελισσαρίου Ιωάννης γεννήθηκε στην Κύμη της Εύβοιας, ότι στους βαλκανικούς πολέμους ως ταγματάρχης πολέμησε λιονταρίσια και τον αποκαλούσαν “Ο μαύρος Καβαλάρης” και ότι σκοτώθηκε σε επιχειρήσεις στο όρος Όρβηλο της Ανατολικής Μακεδονίας λίγο μετά τη μάχη του Κιλκίς στα 1913.
Για τον αντιστράτηγο ε.α. στα 198 Καλλάρη Κωνσταντίνο, που η προτομή του είναι στημένη έξω από το Πολεμικό Μουσείο, γνωρίζουμε ότι στα 1911 ήταν διοικητής στη Σχολή Ευελπίδων, ότι στους βαλκανικούς πολέμους ως υποστράτηγος διοικούσε τη ΙΙ Μεραρχία, ότι στα 1914 ήταν διοικητής του Α’ Σώματος Στρατου, ότι στα 1916 διετέλεσε υπουργός των Στρατιωτικών, ότι έγινε γερουσιαστής στα 1929 και απεβίωσε στα 1940 -γεννημένος στα 1858.
17. Ανεβαίνοντας το δρόμο από την Κρηστώνη στο Κιλκίς μόλις περάσουμε τη σιδηροδρομιής γραμμή αριστερά μας υπάρχει ένας λόφος πριν από το Λόφο των Ηρώων, χαμηλότερος απ’ αυτόν, κι αυτός περιφραγμένος και δεντοφυτευμένος, που στην γυμνή κορυφή του στα χρόνια της Χούντας (1967-1974) έστησαν μνημείο για θύματα πολέμου-θύματα εμφυλίου.
Εκατό μέτρα πριν από το μνημείο υπάρχει ένα τείχισμα ύψους δύο μέτρων περίπου και μήκους τεσσάρων περίπου, όπου πάνω του υπάρχουν εγκάθετα μεταλλικά γράμματα (τα περισσότερα σήμερα Μάιος 2009 είναι σπασμένα), τα οποία πάνω κάτω πρέπει να έλεγαν ότι το μνημείο στήθηκε για τα θύματα του εμφυλίου κατά το 1944 -ο νοών νοείτω.
Το μνημείο αποτελείται από τέσσερις ημικυκλικές άσπρες πτέρυγες τσιμεντένιες, κάθετες στο έδαφος, πάχους γύρω στα σαράντα εκατοστά και ύψους γύρω στα δέκα μέτρα με οξεία κορυφή η καθεμιά, που τείνει προς τον ουρανό -πληροφορίες μιλάνε για κατασκευαστή του τον αρχιτέκτονα Θωμαϊδη. Η μεσαία που “βλέπει” στο κέντρο και έχει μπροστά της βάθρο στρωμένο με γκρίζες μαρμάρινες πλάκες (6 μ.Χ4 μ. περίπου) έχει γραμμένους με σιδερένια επένθετα γράμματα κεφαλαία τους στίχους του Παλαμά από το μεγαλόπνοο ποιήμά του που εκφώνησε στο Λόφο των Ηρώων στα 1928 “Η πατρίδα προς τα τέκνα της”:
Πνοές κι αν πλανάσθε σ’ άλλη ζωή,
λείψανα κι αν κοιμάσθε,
σας λειτουργώ στη δόξα μου,
μακαρισμένοι νά ’στε.-
.
Ως αφιέρωμα στην επέτειο της Μάχης
του Κιλκίς, (19-21 Ιουνίου 1913)
δημοσιεύουμε σήμερα την παρουσίαση
των μνημείων που κοσμούν τον λόφο
της Θυσίας, τον ιερό χώρο
όπου έπεσαν χιλιάδες έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί για χαρίσουν την ελευθερία στη ιερή μακεδονική μας γη.
Την επιμέλεια
του αφιερώματος, ενταγμένου στη σπουδαία συνολική εργασία του «Μνημεία του Κιλκίς»
έχει ο συνεργάτης μας,
φιλόλογος
Αθανάσιος Χατζημητάκος.
10. Μέσα στον περίβολο δεξιά και αριστερά μετά την είσοδο δεσπόζουν δύο κανόνια, λάφυρα της μάχης, μεγαλύτερα απ’ αυτά που συναντάει ο επισκέπτης έξω από την είσοδο.
11. Μπροστά από κάθε κανόνι, δίπλα στο διάδρομο, υπάρχουν δύο τσιμεντένιες στήλες με ορθομαρμάρωση μπροστά τους (0,80Χ0,50 μ.), αναθηματικές, με ονόματα νεκρών στρατιωτών στη μάχη.
Η δεξιά στήλη κάτω από το φύλλο δάφνης, ανάγλυφο, γράφει: Παπανδρέου Νικόλαος, λοχίας πεζικού, Ψαρράς Κυριάκος, στρατιώτης πεζικού, Χατζημιχάλης Μιχαήλ, στρατιώτης πεζικού, Σταλίδης Αθανάσιος, στρατιώτης πεζικού, Αρβανίτης Ιωάννης, στρατιώτης πεζικού, Βασιλειάδης Βασίλειος, στρατιώτης πεζικού.
Η αριστερή στήλη γράφει: Ηρωικώς πεσόντες κατά την μάχην του Κιλκίς 19-21 Ιουνίου 1913. Κουτσαγγέλου Δημήτριος, λοχίας πεζικού, Κουτσαγγέλου Αριστοτέλης, δεκανέας πεζικού, Βάσκος Θεμιστοκλής, στρατιώτης πεζικού, Καλούδης Ηρακλής, στρατιώτης πεζικού, Μαραντίδης Θεόδωρος, στρατιώτης πεζικού, Ζαφειρίου Αλέξανδρος, στρατιώτης πεζικού, και άλλοι 736 οπλίται.
12. Στα δεξιά της πρώτης στήλης, δίπλα στον περίβολο υπάρχει περιφραγμένο με τσιμεντένιο θεμέλιο δίμετρος τάφος, που η άσπρη μαρμάρινη πλάκα επάνω του γράφει κάτω από ένα σταυρό: Οστεοφυλάκιον ηρωικώς πεσόντων κατά την μάχην του Κιλκίς 19-21 Ιουνίου 1913. (Στα δεξιά η πλάκα σπασμένη σε δύο σημεία [αναγραφή 23.4.2009]).
13. Περιμετρικά, δίπλα στο τσιμεντένιο κυγκλίδωμα του περιβόλου, είναι στημένες πάνω σε βάσεις έξι προτομές αξιωματικών που πολέμησαν στη μάχη, οι εξής (αρχίζουν από αριστερά), όλες μπρούτζινες, με τις επιγραφές:
α. Διαλέτης Φωκίων, ταγματάρχης πεζικού, διοικητής 1ου Συντάγματος Πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς.
β. Καραγιαννόπουλος Κωνσταντίνος, αντισυνταγματάρχης πεζικού, διοικητής 7ου Συντάγματος Πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς.
γ. Βελισσαρίου Ιωάννης, ταγματάρχης πεζικού διοικητής 9ου τάγματος Ευζώνων VI Μεραρχίας, πολέμησε γενναία στη μάχη του Κιλκίς.
δ. Παπακυριαζής Ιωάννης, συνταγματάρχης πεζικου, δοικητής 4ου συντάγματος πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς.
ε. Καμπάνης Αντώνιος, συνταγματάρχης πεζικού, διοικητής 8ου συντάγματος πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς.
στ. Καμάρας Αντώνιος, αντισυνταγματάρχης πεζικού, διοικητής 16ου συντάγματος πεζικού, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς. (Ο μόνος από τους έξι μέσα στον περίβολο που φοράει στρατιωτικό πηλήκιο· οι άλλοι είναι ασκεπείς).
Για τους πέντε νεκρούς της μάχης από τις παραπάνω προτομές ο Δήμος Κιλκίς έχει ονομάσει οδούς της πόλης με το όνομά τους. Εντύπωση προκαλεί το ότι στις αναθηματικές στήλες στην είσοδο του Ηρώου δεν μημονεύεται το όνομα του συνταγματάρχη Παπακυριαζή Ιωάννη.
14. Το Ηρώον
Στο κέντρο του περιβόλου, ακριβώς απέναντι από την είσοδο, επάνω σε ευρύχωρη οκταγωνική βάση ύψους περίπου ενός μέτρου είναι στημένο το μαρμάρινο σύμπλεγμα του Ηρώου της μάχης, στραμμένο όχι προς την είσοδο, αλλά βορειοανατολικά, προς την πόλη του Κιλκίς. Η βάση του συμπλέγματος είναι ένα μαρμάρινο βάθρο από λευκό καθαρό μάρμαρο -όπως και το σύμπλεγμα ύψους περίπου ενός μέτρου που οι δύο του πλευρές καλύπτονται από ανάγλυφο δάφνινο στεφάνι και η βορειοανατολική του πλευρά, στραμμένη προς την πόλη, έχει την επιγραφή: Έπεσαν μαχόμενοι υπέρ πατρίδος κατά την εν Κιλκίς μάχην τη 19, 20, 21 Ιουνίου 1913.
Το γλυπτικό σύμπλεγμα είναι, μια σύνθεση φαρδιά στη βάση του, που σαν πυραμίδα υψώνεται λεπτή κορυφή. Το θρυμματισμένο κανόνι κάτω από τα πόδια του Έλληνα αξιωματικού, ο νεκρός στρατιώτης ανάμεσα στα πόδια του, ο τραυματίας που κρατά στη μέση του με το αριστερό του χέρι, προτεταμένο περίστροφο με το δεξί, το ανοιχτό στήθος με το τραβηγμένο χιτώνιο, το ακάλυπτο κεφάλι, του, το όμορφο συμμετρικό πρόσωπο με το το προσηλωμένο βλέμμα μπροστά και προς τα κάτω στο στόχο του περιστρόφου δημιουργούν αυτή την πυραμίδα του συμπλέγματος, που είναι χάρμα οφθαλμών.
Κάτω δεξιά υπάρχει η επιγραφή : Γ. Δημητριάδης ο Αθηναίος γλύπτης.
Όλο το μνημείο, από την οκταγωνική βάση ως την κορυφή, πρέπει να ξεπερνάει τα τέσσερα μέτρα.
Τα εγκαίνια του Ηρώου αυτού έγιναν τον Ιούλιο του 1928 από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος Ελευθέριο Βενιζέλο. Σ’ αυτά ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς, εξηνταεννιάχρονος τότε, απάγγειλε το μεγαλόπνοο ποίημά του “Η πατρίδα προς τα τέκνα της”.
Το Πολεμικό Μουσείο
Βορειοδυτικά από την είσοδο του περιβόλου του Ηρώου, χαμηλά προς την πλαγιά του Λόφου είναι κτισμένο το Πολεμικό Μουσείο.
Έξω από την είσοδό του υπάρχει επιγραφή: “Στρατιωτικόν Μουσείον μάχης Κιλκίς. Ανακαίνιση 21.6.1987. Επέκταση-ανακαίνιση 21.6.1996”. Κάτω από την επιγραφή έχει το σήμα της VI Μεραρχίας με το λακωνικό σύνθημα “Ή ταν ή επί τας”.
15. Στον αύλειο χώρο συναντάμε δύο μπρούτζινες προτομές διοικητών μεραρχιών που πήραν μέρος στις μάχες Κιλκίς-Λαχανά. Η μία γράφει: Καλλάρης Κωνσταντίνος, υποστράτηγος, διοικητής II Μεραρχίας κατά την μάχην Κιλκίς-Λαχανά. Η δεύτερη γράφει: Γεννάδης Στέφανος, συνταγματάρχης Μηχανικού, διοικητής V Μεραρχίας κατά την μάχη του Κιλκίς-Λαχανά.
16. Το Μουσείο έχει τρεις αρκετά μεγάλες αίθουσες με εκθέματα σημαίες των στρατιωτικών τμημάτων της μάχης, πορτραίτα φωτογραφιών από πρόσωπα ή από περιστατικά της μάχης, προθήκες με όπλα της εποχής, κάδρα με πολιτικές ή στρατιωτικές προσωπικότητες της εποχής. Εντυπωσιάζει το κάδρο που διασώζει σε μεγάθυνση φωτοαντιγράφου το τηλεγράφημα που έστειλε ο επιτελάρχης του Στρατηγείου της μάχης αμέσως μετά την κατάληψη του Κιλκίς από τα ελληνικά στρατεύματα. Με συγκίνηση βαθιά το μνημονεύουμε: “21/6 Γενικόν Στρατιωτικόν Κέντρον. Κύριον Πρωθυπουργόν. Μετά χαράς αναγγέλω την κατάληψιν την στιγμήν ταύτην του Κιλκίς μετά τριήμερον σφοδρόν αγώνα. Καταδιώκεται ο εχθρός κατά πόδας. Ηθικόν στρατού μας έκτακτον. Δούσμανης”.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην πρώτη αίθουσα του Μουσείου υπάρχει επικλινής ανάγλυφος χάρτης 4 μΧ4 μ. περίπου που δείχνει την περιοχή του πεδίου της τριήμερης μάχης και τις διαδοχικές θέσεις των εμπολέμων κατά την εξέλιξή της. Με μαγνητοφωνημένη συσκευή κατατοπίζεται ο επισκέπτης, ενώ ταυτόχρονα στρατιώτης του Μουσείου με μακρόστενο “δείχτη” επισημαίνει τις κινήσεις των αντιπάλων στρατευμάτων.
Στη μεσαία αίθουσα υπάρχει προτομή μπρούτζινη με την επιγραφή: Αντισυνταγματάρχης πεζικού Καραγιαννόπουλος Κωνσταντίνος, διοικητής 7ου Σ.Π. ΙΙ Μεραρχίας εφονεύθη την 21.6.1913.
Για όσα αναφέρονται στο Λόφο των Ηρώων ολοκληρώνοντας συμπληρώνουμε ότι ο εικονιζόμενος στην προτομή μέσα στον περίβολο του Ηρώου Βελισσαρίου Ιωάννης γεννήθηκε στην Κύμη της Εύβοιας, ότι στους βαλκανικούς πολέμους ως ταγματάρχης πολέμησε λιονταρίσια και τον αποκαλούσαν “Ο μαύρος Καβαλάρης” και ότι σκοτώθηκε σε επιχειρήσεις στο όρος Όρβηλο της Ανατολικής Μακεδονίας λίγο μετά τη μάχη του Κιλκίς στα 1913.
Για τον αντιστράτηγο ε.α. στα 198 Καλλάρη Κωνσταντίνο, που η προτομή του είναι στημένη έξω από το Πολεμικό Μουσείο, γνωρίζουμε ότι στα 1911 ήταν διοικητής στη Σχολή Ευελπίδων, ότι στους βαλκανικούς πολέμους ως υποστράτηγος διοικούσε τη ΙΙ Μεραρχία, ότι στα 1914 ήταν διοικητής του Α’ Σώματος Στρατου, ότι στα 1916 διετέλεσε υπουργός των Στρατιωτικών, ότι έγινε γερουσιαστής στα 1929 και απεβίωσε στα 1940 -γεννημένος στα 1858.
17. Ανεβαίνοντας το δρόμο από την Κρηστώνη στο Κιλκίς μόλις περάσουμε τη σιδηροδρομιής γραμμή αριστερά μας υπάρχει ένας λόφος πριν από το Λόφο των Ηρώων, χαμηλότερος απ’ αυτόν, κι αυτός περιφραγμένος και δεντοφυτευμένος, που στην γυμνή κορυφή του στα χρόνια της Χούντας (1967-1974) έστησαν μνημείο για θύματα πολέμου-θύματα εμφυλίου.
Εκατό μέτρα πριν από το μνημείο υπάρχει ένα τείχισμα ύψους δύο μέτρων περίπου και μήκους τεσσάρων περίπου, όπου πάνω του υπάρχουν εγκάθετα μεταλλικά γράμματα (τα περισσότερα σήμερα Μάιος 2009 είναι σπασμένα), τα οποία πάνω κάτω πρέπει να έλεγαν ότι το μνημείο στήθηκε για τα θύματα του εμφυλίου κατά το 1944 -ο νοών νοείτω.
Το μνημείο αποτελείται από τέσσερις ημικυκλικές άσπρες πτέρυγες τσιμεντένιες, κάθετες στο έδαφος, πάχους γύρω στα σαράντα εκατοστά και ύψους γύρω στα δέκα μέτρα με οξεία κορυφή η καθεμιά, που τείνει προς τον ουρανό -πληροφορίες μιλάνε για κατασκευαστή του τον αρχιτέκτονα Θωμαϊδη. Η μεσαία που “βλέπει” στο κέντρο και έχει μπροστά της βάθρο στρωμένο με γκρίζες μαρμάρινες πλάκες (6 μ.Χ4 μ. περίπου) έχει γραμμένους με σιδερένια επένθετα γράμματα κεφαλαία τους στίχους του Παλαμά από το μεγαλόπνοο ποιήμά του που εκφώνησε στο Λόφο των Ηρώων στα 1928 “Η πατρίδα προς τα τέκνα της”:
Πνοές κι αν πλανάσθε σ’ άλλη ζωή,
λείψανα κι αν κοιμάσθε,
σας λειτουργώ στη δόξα μου,
μακαρισμένοι νά ’στε.-
.
22.6.09
ΣΤΟ ΥΨΩΜΑ ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΑ
www.myserres.gr
ΡΙΓΗ ΣΥΓΚΙΝΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΧΗΤΕΣ,ΤΗΝ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ.
Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν όλους τους παρευρισκόμενους που βρέθηκαν χθες στο ύψωμα του Λαχανά για να τιμήσουν τους μαχητές της ιστορικής μάχης που με τη ζωή τους φύλαξαν την ακεραιότητα και την ελευθερία της Μακεδονίας. Ήταν πριν από 92 χρόνια όταν οι ιαχές θριάμβου και οι ημέρες δόξας ήταν πραγματικότητα.
Η τελετή αποτέλεσε φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης των σημερινών Ελλήνων στη γενιά του 1913. Στεφάνια, μεταξύ άλλων, κατέθεσαν ο βουλευτής Σερρών Θεόφιλος Λεονταρίδης, ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού και ο νομάρχης Σερρών, Κώστας Παπαπαναγιώτου.
Ιδιαίτερα συγκινημένος ήταν ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Δημήτρης Βούλγαρης, γιατί στη μάχη του Λαχανά πολέμησε και τραυματίστηκε ο παππούς του. «Κληθήκαμε για να τιμήσουμε τους ηρωικούς νεκρούς της μάχης του Λαχανά. Τους ανθρώπους εκείνους που με το αίμα τους απελευθέρωσαν τη Μακεδονία. Τους πρέπει η οποιαδήποτε μεγίστη τιμή εκ μέρους μας, την οποία δε διστάζουμε κάθε χρόνο να την προσφέρουμε στη μνήμη τους για τη θυσία την οποία έκαναν για την πατρίδα τους. Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος γιατί στο πεδίο αυτό ο εκ μητρός παππούς μου ως αξιωματικός πεζικού πολέμησε και τραυματίστηκε και από μικρό παιδάκι μου περιέγραφε τη συγκεκριμένη μάχη».
Σαν σήμερα πριν από 92 χρόνια ο ελληνικός στρατός μεγαλουργεί και με ένα τιτάνιο αγώνα νικά τον εχθρό.
Ο νομάρχης Σερρών, Κώστας Παπαπαναγιώτου σημείωσε ότι η μάχη του Λαχανά ήταν καθοριστικής σημασίας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και τόνισε ότι είναι υποχρέωση όλων είναι ο σεβασμός σ’ αυτούς που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για την πατρίδα.
Ο βουλευτής Σερρών, Θεόφιλος Λεονταρίδης επισήμανε ότι ο αγώνας, η θυσία, τα υψηλά ιδανικά τους αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά και παρακαταθήκη για όλους μας και για τις επερχόμενες γενιές.
Η βουλευτής Σερρών, Μαρία Κόλλια Τσαρουχά δήλωσε ότι οι σημερινές γενιές τιμούν τη μνήμη των ηρώων και οι νέες Έλληνες υπόσχονται ότι θα δώσουν αγώνες, όχι στα πεδία των μαχών, αλλά εκεί που τους καλούν οι περιστάσεις και οι συνθήκες της εποχής στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.
Ο βουλευτής Σερρών, Κώστας Τσιπλάκης υπογράμμισε ότι τέτοιες ημέρες τιμής και μνήμης είναι μέρες εθνικής ανάτασης και συναίσθησης των ευθυνών μας ως ελληνικού έθνους να δημιουργεί, να μεγαλουργεί και να προοδεύει εν ειρήνη.
Ειρ. Π.-
.
ΡΙΓΗ ΣΥΓΚΙΝΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΧΗΤΕΣ,ΤΗΝ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ.
Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν όλους τους παρευρισκόμενους που βρέθηκαν χθες στο ύψωμα του Λαχανά για να τιμήσουν τους μαχητές της ιστορικής μάχης που με τη ζωή τους φύλαξαν την ακεραιότητα και την ελευθερία της Μακεδονίας. Ήταν πριν από 92 χρόνια όταν οι ιαχές θριάμβου και οι ημέρες δόξας ήταν πραγματικότητα.
Η τελετή αποτέλεσε φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης των σημερινών Ελλήνων στη γενιά του 1913. Στεφάνια, μεταξύ άλλων, κατέθεσαν ο βουλευτής Σερρών Θεόφιλος Λεονταρίδης, ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού και ο νομάρχης Σερρών, Κώστας Παπαπαναγιώτου.
Ιδιαίτερα συγκινημένος ήταν ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Δημήτρης Βούλγαρης, γιατί στη μάχη του Λαχανά πολέμησε και τραυματίστηκε ο παππούς του. «Κληθήκαμε για να τιμήσουμε τους ηρωικούς νεκρούς της μάχης του Λαχανά. Τους ανθρώπους εκείνους που με το αίμα τους απελευθέρωσαν τη Μακεδονία. Τους πρέπει η οποιαδήποτε μεγίστη τιμή εκ μέρους μας, την οποία δε διστάζουμε κάθε χρόνο να την προσφέρουμε στη μνήμη τους για τη θυσία την οποία έκαναν για την πατρίδα τους. Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος γιατί στο πεδίο αυτό ο εκ μητρός παππούς μου ως αξιωματικός πεζικού πολέμησε και τραυματίστηκε και από μικρό παιδάκι μου περιέγραφε τη συγκεκριμένη μάχη».
Σαν σήμερα πριν από 92 χρόνια ο ελληνικός στρατός μεγαλουργεί και με ένα τιτάνιο αγώνα νικά τον εχθρό.
Ο νομάρχης Σερρών, Κώστας Παπαπαναγιώτου σημείωσε ότι η μάχη του Λαχανά ήταν καθοριστικής σημασίας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και τόνισε ότι είναι υποχρέωση όλων είναι ο σεβασμός σ’ αυτούς που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για την πατρίδα.
Ο βουλευτής Σερρών, Θεόφιλος Λεονταρίδης επισήμανε ότι ο αγώνας, η θυσία, τα υψηλά ιδανικά τους αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά και παρακαταθήκη για όλους μας και για τις επερχόμενες γενιές.
Η βουλευτής Σερρών, Μαρία Κόλλια Τσαρουχά δήλωσε ότι οι σημερινές γενιές τιμούν τη μνήμη των ηρώων και οι νέες Έλληνες υπόσχονται ότι θα δώσουν αγώνες, όχι στα πεδία των μαχών, αλλά εκεί που τους καλούν οι περιστάσεις και οι συνθήκες της εποχής στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.
Ο βουλευτής Σερρών, Κώστας Τσιπλάκης υπογράμμισε ότι τέτοιες ημέρες τιμής και μνήμης είναι μέρες εθνικής ανάτασης και συναίσθησης των ευθυνών μας ως ελληνικού έθνους να δημιουργεί, να μεγαλουργεί και να προοδεύει εν ειρήνη.
Ειρ. Π.-
.
21.6.09
ΣΕΙΡΑΔΑΚΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ 1886 - 1970.
http://www.kandanos.eu
Ο Χαράλαμπος Σειραδάκης γεννήθηκε επί τουρκοκρατίας στην Κρήτη, στο χωριό Λειβαδά Σελίνου Χανίων, σε οικογένεια αγωνιστών. Πήρε τη βασική μόρφωση στο σχολείο του χωριού του και τη μέση παιδεία στην Παλαιόχωρα.
Nέος ανήσυχος, θερμός πατριώτης, αγωνιστής και δημοκράτης, κατετάγη στο Τάγμα Κρητών του Ελληνικού Στρατού και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους 1912 - 13, παίρνοντας μέρος στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (Εμίν Αγά), στον Λαχανά και στο Σκρα.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κατετάγη ως εθελοντής και υπηρέτησε στο 346 Σύνταγμα Πεζικού του Γαλλικού Στρατού στην Αλσατία και Λωρραίνη, όπου και έλαβε τον βαθμό του Ανθ/στού του Γαλλικού Στρατού. Εν συνεχεία μετέσχε των επιχειρήσεων των συμμάχων του Αυγούστου 1915 κατά της Τουρκίας στα Δαρδανέλια, όπου διακριθείς προήχθη στον βαθμό του Ανθ/γού. Για τη συμμετοχή του και στα δύο αυτά μέτωπα έτυχε ευφήμου μνείας από τους Γάλλους.
Όταν επανήλθε στην Ελλάδα, κατετάγη στον Ελληνικό Στρατό με τον βαθμό του Ανθ/γού και ξεκίνησε τη διαδρομή του ως στρατιωτικός, δίνοντας το “παρών” σε όλους τους αγώνες του ´Εθνους, που την ταραγμένη εκείνη εποχή ήταν αλλεπάλληλοι.
Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη την Κυβέρνηση Αμύνης (1917), ο Χαράλαμπος Σειραδάκης, ως θερμός υποστηρικτής του Βενιζέλου, έσπευσε στη Θεσσαλονίκη και υπηρέτησε στον Στρατό της Αμύνης. Υπηρέτησε σχεδόν το σύνολο της στρατιωτικής του θητείας στη Βόρειο Ελλάδα. Πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου και τραυματίστηκε.
Τον Μάρτιο του 1935, ταγματάρχης ών, πήρε μέρος στο κίνημα κατά του Βασιλέως. Όταν το κίνημα απέτυχε, δικάστηκε για τη συμμετοχή του σε αυτό από Βασιλικό Στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση, ενώ συγχρόνως αποτάχθηκε από τον Στρατό. Διέφυγε στη Βουλγαρία με τον Στρατηγό Καμμένο, και, όταν δόθηκε αμνηστία, επανήλθε ως απόστρατος. Η Κυβέρνηση Μεταξά τον εξόρισε στην Κρήτη.
Με την έκρηξη του πολέμου, κατέφυγε με την οικογένειά του στο χωριό του, το Λειβαδά Σελίνου, όπου τον βρήκε η επίθεση των Γερμανών στην Κρήτη.
Με Β. Διάταγμα που υπογράφεται από τον Υπουργό Στρατιωτικών Εμμ. Τσουδερό και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 14 Μαΐου 1941 η Ελληνική Κυβέρνηση που πλέον βρισκόταν στην Κρήτη, ανακαλεί στο Στράτευμά τους «εξελθόντας δια πολιτικούς λόγους» Αξιωματικούς, μεταξύ δε αυτών και τον Χ. Σειραδάκη, τον οποίον και προάγει στον βαθμό του Αντισυνταγματάρχου.
Τις παραμονές της πτώσεως των Γερμανών στην Κρήτη προσκαλείται σε σύσκεψη στα Χανιά υπό την προεδρία Στρ. Διοικητού Κρήτης, όπου ανακοινώνεται η απόφαση των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών να αμυνθούν μέχρις εσχάτων, και ανατίθεται στους παρισταμένους αξιωματικούς να οργανώσουν το ταχύτερο πολιτοφυλακή ο καθ’ ένας στην περιφέρειά του. Ο Χ. Σειραδάκης ορίζεται υπεύθυνος για την επαρχία Σελίνου και παίρνει φύλλο πορείας για την Κάντανο, πρωτεύουσα της επαρχίας, στις 19-5-1941. Το ίδιο βράδυ κηρύσσει την επαρχία σε κατάσταση πολιορκίας και εκδίδει διαταγή γενικής επιστράτευσης όλων των δυναμένων να φέρουν όπλα και τους καλεί να σπεύσουν στην Κάντανο για να πολεμήσουν τον εισβολέα. Στο προσκλητήριο αυτό ανταποκρίθηκαν μαζικά οι Σελινιώτες κάθε ηλικίας.
Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πέφτουν στην Κάντανο στις 21.5.41. Οι Έλληνες μαχητές, κυρίως ηλικιωμένοι και μικρά παιδιά καθώς οι μάχιμες ηλικίες δεν είχαν επιστρέψει από το Μέτωπο που κατέρρευσε, αν και με ελάχιστο οπλισμό και πολεμοφόδια, έδωσαν σκληρές μάχες σε πολλά μέτωπα της Επαρχίας Σελίνου και κατόρθωσαν να απασχολήσουν ένα πάνοπλο Τάγμα του εχθρού και να επιφέρουν σε αυτόν σοβαρές απώλειες (υπολογίζονται σε 150 νεκρούς και 200 τραυματίες).
Η Μάχη της Καντάνου την οποία ο Χ. Σειραδάκης οργάνωσε και διηύθυνε και που διήρκεσε από τις 21 έως και τις 29 Μαΐου 1941, είναι μια ένδοξη σελίδα της ιστορίας της Κρήτης. Είναι μια από τις πολλές μάχες μιας αντίστασης που σήμερα την ξέρουμε ως «Μάχη της Κρήτης», και υπήρξε αποφασιστική για την καθυστέρηση της προέλασης των Γερμανών στο Ανατολικό Μέτωπο και την τελική πτώση του Άξονα. Για τη μάχη αυτή του ζητήθηκε και υπέβαλε πολυσέλιδη Πολεμική Έκθεση προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Σε αντίποινα αυτής της αντίστασης στην Κάντανο, οι Γερμανοί κατέστρεψαν εκ θεμελίων την πόλη και ανήρτησαν πλάκα στα Ελληνικά και στα Γερμανικά, με την επιγραφή ότι η Κάντανος κατεστράφη ως αντίποινα «των εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιωτών», και μια άλλη που έλεγε «ΕΔΩ ΥΠΗΡΞΕ Η ΚΑΝΔΑΝΟΣ».
Για να διαφύγει της σύλληψης από τους Γερμανούς, οι οποίοι τον κυνηγούσαν και τον είχαν επικηρύξει, κατέφυγε στα Λευκά ´Ορη για αρκετό διάστημα μαζί με άλλους μαχητές, και αργότερα φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο όπου υπηρέτησε κανονικά στον εκεί Ελληνικό Στρατό ως αρχηγός στρατοπέδου στην έρημο.
Ευρισκόμενος στην Αίγυπτο πληροφορήθηκε την εκ θεμελίων καταστροφή και ολοκληρωτικό κάψιμο τον Σεπτέμβριο του 1943 του χωριού του μαζί με άλλα δύο χωριά (τα λεγόμενα τρία χωριά, Λειβαδάς, Κουστογέρακο και Μονή) ως αντίποινα για την αντίσταση των κατοίκων προς τους κατακτητές και τη φιλοξενία συμμάχων στρατιωτών που κατέφευγαν στα ορεινά αυτά χωριά στον δρόμο τους για τη νότια Κρήτη, από όπου φυγαδεύονταν με πλοία προς την Αίγυπτο. Πληροφορήθηκε επίσης ότι κατά την επιδρομή των Γερμανών στο χωριό του εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, μεταξύ άλλων, και η κόρη του Μαίρη.
Επανέρχεται στην Κρήτη τον Νοέμβριο του 1944 με την απελευθέρωση, αρχικά στο Ηράκλειο από όπου έφυγαν πρώτα οι Γερμανοί, και υπηρετεί στην Ελληνική Υπηρεσία Συμμαχικής Βοήθειας ως αντιπρόσωπος του Νομού Χανίων όπου φροντίζει για τη διανομή τροφίμων, ιματισμού και φαρμάκων στις κατεστραμμένες από τους Γερμανούς περιοχές του Νομού. Το 1946 αποστρατεύεται με τον βαθμό του Συνταγματάρχου.
Τον Φεβρουάριο του 1947 ορκίζεται νομάρχης Χανίων με Γενικό Διοικητή Κρήτης τον Χρήστο Τζιφάκη. Είναι η δύσκολη εποχή που οι τοπικές αρχές έχουν να αντιμετωπίσουν την μετακατοχική κατάσταση (τόπος κατεστραμμένος, υποδομές ανύπαρκτες, στερήσεις, οξυμμένα πολιτικά πάθη, αντάρτικες ομάδες δρουν στην ύπαιθρο κ.λπ.). Σε αυτή την προσπάθεια δίνει όλες του τις δυνάμεις.
Το 1952 μετακομίζει στην Αθήνα για οικογενειακούς λόγους, χωρίς ποτέ να πάψει να ενδιαφέρεται και να αγωνίζεται για το καλό του τόπου του.
Ο Χαράλαμπος Σειραδάκης ήταν παντρεμένος με τη Φανή Λουκά και είχαν αποκτήσει 4 κόρες. Η μία από τις κόρες του ήταν αυτή που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1943 στο Λειβαδά. Την πληγή αυτή ο ίδιος και όλη η οικογένειά του ποτέ δεν ξεπέρασαν.
Ελλάς, Ελένη Σειραδάκη - Κουράκου,
Νομικός,
Αθήνα, Μάιος 2009.-
.
Ο Χαράλαμπος Σειραδάκης γεννήθηκε επί τουρκοκρατίας στην Κρήτη, στο χωριό Λειβαδά Σελίνου Χανίων, σε οικογένεια αγωνιστών. Πήρε τη βασική μόρφωση στο σχολείο του χωριού του και τη μέση παιδεία στην Παλαιόχωρα.
Nέος ανήσυχος, θερμός πατριώτης, αγωνιστής και δημοκράτης, κατετάγη στο Τάγμα Κρητών του Ελληνικού Στρατού και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους 1912 - 13, παίρνοντας μέρος στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (Εμίν Αγά), στον Λαχανά και στο Σκρα.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κατετάγη ως εθελοντής και υπηρέτησε στο 346 Σύνταγμα Πεζικού του Γαλλικού Στρατού στην Αλσατία και Λωρραίνη, όπου και έλαβε τον βαθμό του Ανθ/στού του Γαλλικού Στρατού. Εν συνεχεία μετέσχε των επιχειρήσεων των συμμάχων του Αυγούστου 1915 κατά της Τουρκίας στα Δαρδανέλια, όπου διακριθείς προήχθη στον βαθμό του Ανθ/γού. Για τη συμμετοχή του και στα δύο αυτά μέτωπα έτυχε ευφήμου μνείας από τους Γάλλους.
Όταν επανήλθε στην Ελλάδα, κατετάγη στον Ελληνικό Στρατό με τον βαθμό του Ανθ/γού και ξεκίνησε τη διαδρομή του ως στρατιωτικός, δίνοντας το “παρών” σε όλους τους αγώνες του ´Εθνους, που την ταραγμένη εκείνη εποχή ήταν αλλεπάλληλοι.
Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη την Κυβέρνηση Αμύνης (1917), ο Χαράλαμπος Σειραδάκης, ως θερμός υποστηρικτής του Βενιζέλου, έσπευσε στη Θεσσαλονίκη και υπηρέτησε στον Στρατό της Αμύνης. Υπηρέτησε σχεδόν το σύνολο της στρατιωτικής του θητείας στη Βόρειο Ελλάδα. Πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου και τραυματίστηκε.
Τον Μάρτιο του 1935, ταγματάρχης ών, πήρε μέρος στο κίνημα κατά του Βασιλέως. Όταν το κίνημα απέτυχε, δικάστηκε για τη συμμετοχή του σε αυτό από Βασιλικό Στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση, ενώ συγχρόνως αποτάχθηκε από τον Στρατό. Διέφυγε στη Βουλγαρία με τον Στρατηγό Καμμένο, και, όταν δόθηκε αμνηστία, επανήλθε ως απόστρατος. Η Κυβέρνηση Μεταξά τον εξόρισε στην Κρήτη.
Με την έκρηξη του πολέμου, κατέφυγε με την οικογένειά του στο χωριό του, το Λειβαδά Σελίνου, όπου τον βρήκε η επίθεση των Γερμανών στην Κρήτη.
Με Β. Διάταγμα που υπογράφεται από τον Υπουργό Στρατιωτικών Εμμ. Τσουδερό και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 14 Μαΐου 1941 η Ελληνική Κυβέρνηση που πλέον βρισκόταν στην Κρήτη, ανακαλεί στο Στράτευμά τους «εξελθόντας δια πολιτικούς λόγους» Αξιωματικούς, μεταξύ δε αυτών και τον Χ. Σειραδάκη, τον οποίον και προάγει στον βαθμό του Αντισυνταγματάρχου.
Τις παραμονές της πτώσεως των Γερμανών στην Κρήτη προσκαλείται σε σύσκεψη στα Χανιά υπό την προεδρία Στρ. Διοικητού Κρήτης, όπου ανακοινώνεται η απόφαση των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών να αμυνθούν μέχρις εσχάτων, και ανατίθεται στους παρισταμένους αξιωματικούς να οργανώσουν το ταχύτερο πολιτοφυλακή ο καθ’ ένας στην περιφέρειά του. Ο Χ. Σειραδάκης ορίζεται υπεύθυνος για την επαρχία Σελίνου και παίρνει φύλλο πορείας για την Κάντανο, πρωτεύουσα της επαρχίας, στις 19-5-1941. Το ίδιο βράδυ κηρύσσει την επαρχία σε κατάσταση πολιορκίας και εκδίδει διαταγή γενικής επιστράτευσης όλων των δυναμένων να φέρουν όπλα και τους καλεί να σπεύσουν στην Κάντανο για να πολεμήσουν τον εισβολέα. Στο προσκλητήριο αυτό ανταποκρίθηκαν μαζικά οι Σελινιώτες κάθε ηλικίας.
Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πέφτουν στην Κάντανο στις 21.5.41. Οι Έλληνες μαχητές, κυρίως ηλικιωμένοι και μικρά παιδιά καθώς οι μάχιμες ηλικίες δεν είχαν επιστρέψει από το Μέτωπο που κατέρρευσε, αν και με ελάχιστο οπλισμό και πολεμοφόδια, έδωσαν σκληρές μάχες σε πολλά μέτωπα της Επαρχίας Σελίνου και κατόρθωσαν να απασχολήσουν ένα πάνοπλο Τάγμα του εχθρού και να επιφέρουν σε αυτόν σοβαρές απώλειες (υπολογίζονται σε 150 νεκρούς και 200 τραυματίες).
Η Μάχη της Καντάνου την οποία ο Χ. Σειραδάκης οργάνωσε και διηύθυνε και που διήρκεσε από τις 21 έως και τις 29 Μαΐου 1941, είναι μια ένδοξη σελίδα της ιστορίας της Κρήτης. Είναι μια από τις πολλές μάχες μιας αντίστασης που σήμερα την ξέρουμε ως «Μάχη της Κρήτης», και υπήρξε αποφασιστική για την καθυστέρηση της προέλασης των Γερμανών στο Ανατολικό Μέτωπο και την τελική πτώση του Άξονα. Για τη μάχη αυτή του ζητήθηκε και υπέβαλε πολυσέλιδη Πολεμική Έκθεση προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Σε αντίποινα αυτής της αντίστασης στην Κάντανο, οι Γερμανοί κατέστρεψαν εκ θεμελίων την πόλη και ανήρτησαν πλάκα στα Ελληνικά και στα Γερμανικά, με την επιγραφή ότι η Κάντανος κατεστράφη ως αντίποινα «των εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιωτών», και μια άλλη που έλεγε «ΕΔΩ ΥΠΗΡΞΕ Η ΚΑΝΔΑΝΟΣ».
Για να διαφύγει της σύλληψης από τους Γερμανούς, οι οποίοι τον κυνηγούσαν και τον είχαν επικηρύξει, κατέφυγε στα Λευκά ´Ορη για αρκετό διάστημα μαζί με άλλους μαχητές, και αργότερα φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο όπου υπηρέτησε κανονικά στον εκεί Ελληνικό Στρατό ως αρχηγός στρατοπέδου στην έρημο.
Ευρισκόμενος στην Αίγυπτο πληροφορήθηκε την εκ θεμελίων καταστροφή και ολοκληρωτικό κάψιμο τον Σεπτέμβριο του 1943 του χωριού του μαζί με άλλα δύο χωριά (τα λεγόμενα τρία χωριά, Λειβαδάς, Κουστογέρακο και Μονή) ως αντίποινα για την αντίσταση των κατοίκων προς τους κατακτητές και τη φιλοξενία συμμάχων στρατιωτών που κατέφευγαν στα ορεινά αυτά χωριά στον δρόμο τους για τη νότια Κρήτη, από όπου φυγαδεύονταν με πλοία προς την Αίγυπτο. Πληροφορήθηκε επίσης ότι κατά την επιδρομή των Γερμανών στο χωριό του εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, μεταξύ άλλων, και η κόρη του Μαίρη.
Επανέρχεται στην Κρήτη τον Νοέμβριο του 1944 με την απελευθέρωση, αρχικά στο Ηράκλειο από όπου έφυγαν πρώτα οι Γερμανοί, και υπηρετεί στην Ελληνική Υπηρεσία Συμμαχικής Βοήθειας ως αντιπρόσωπος του Νομού Χανίων όπου φροντίζει για τη διανομή τροφίμων, ιματισμού και φαρμάκων στις κατεστραμμένες από τους Γερμανούς περιοχές του Νομού. Το 1946 αποστρατεύεται με τον βαθμό του Συνταγματάρχου.
Τον Φεβρουάριο του 1947 ορκίζεται νομάρχης Χανίων με Γενικό Διοικητή Κρήτης τον Χρήστο Τζιφάκη. Είναι η δύσκολη εποχή που οι τοπικές αρχές έχουν να αντιμετωπίσουν την μετακατοχική κατάσταση (τόπος κατεστραμμένος, υποδομές ανύπαρκτες, στερήσεις, οξυμμένα πολιτικά πάθη, αντάρτικες ομάδες δρουν στην ύπαιθρο κ.λπ.). Σε αυτή την προσπάθεια δίνει όλες του τις δυνάμεις.
Το 1952 μετακομίζει στην Αθήνα για οικογενειακούς λόγους, χωρίς ποτέ να πάψει να ενδιαφέρεται και να αγωνίζεται για το καλό του τόπου του.
Ο Χαράλαμπος Σειραδάκης ήταν παντρεμένος με τη Φανή Λουκά και είχαν αποκτήσει 4 κόρες. Η μία από τις κόρες του ήταν αυτή που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1943 στο Λειβαδά. Την πληγή αυτή ο ίδιος και όλη η οικογένειά του ποτέ δεν ξεπέρασαν.
Ελλάς, Ελένη Σειραδάκη - Κουράκου,
Νομικός,
Αθήνα, Μάιος 2009.-
.
16.6.09
ΜΑΧΗ ΚΙΛΚΙΣ ΛΑΧΑΝΑ
www.freeforums.gr
Την νύκτα 16 με 17 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, επιτίθενται αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και των Σέρβων. Με την αιφνιδιαστική τους επίθεση κατορθώνουν ν’ αρπάξουν τη Γευγελή και να διακόψουν κάθε επικοινωνία μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων. Προσωρινά όμως αναστέλλουν την πορεία τους προς την Θεσσαλονίκη, γιατί δεν πετυχαίνουν να εκτοπίσουν τους Σέρβους πέρα από τον Αξιό.
Εγκαθίστανται υποχρεωτικά στα γύρω υψώματα, στη γραμμή ΚΙΛΚΙΣ - ΛΑΧΑΝΑ. Η τοποθεσία έχει πολλά αμυντικά πλεονεκτήματα. Το έδαφος είναι τελείως ακάλυπτο και παρέχει άριστη παρατήρηση και πεδία βολής. Κρατώντας αυτήν τη γραμμή οι Βούλγαροι προφυλάσσουν τις ΣΕΡΡΕΣ, το ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ, τη ΔΟΙΡΑΝΗ και τη ΓΕΥΓΕΛΗ , διατηρούν τις γέφυρες του Στρυμόνα, που έχουν σημασία για τον εφοδιασμό τους και εξασφαλίζουν την υπόχωρησή τους δια της ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑΣ σε περίπτωση ανάγκης.
Οι Βούλγαροι παρέταξαν 32 Τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού, ανερχόταν σε 73 Τάγματα Πεζικού, 33 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 9 Ορειβατικές, 8 Ιλες και 8 Ημιλαρχίες.
Την νύκτα της19ης Ιουνίου 1913 τέσσερις (4) Ελληνικές Μεραρχίες ( 2η - 3η - 4η - 5η ) και η Ταξιαρχία Ιππικού κινούνται με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Κιλκίς. Συναντούν τις βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αμύνονται με πείσμα. Διεξάγεται αγώνας σκληρός και πεισματώδης, τα στρατεύματα μας κερδίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού μάχεται στα υψώματα του χωριού ΜΑΝΔΡΕΣ. Ανατολικά της ΠΙΚΡΟΛΙΜΝΗΣ μάχεται το 16ο Σύνταγμα Πεζικού.
Όσο προχωρεί η ημέρα, η επίθεση γενικεύεται. Οι Μεραρχίες υφίστανται τρομερές απώλειες, μα στο τέλος οι Βούλγαροι υποχωρούν στη γραμμή Λειψυδρίου - Λόφου Μαυρονερίου - Γυναικοκάστρου. Πέφτει το σκοτάδι. Οι Βούλγαροι την ημέρα αυτή υποχώρησαν, αλλά ο αγώνας δεν κρίθηκε.
Ξημερώματα της 20ης Ιουνίου 1913, τα ηρωϊκά Συντάγματα της 5ης Μεραρχίας , ( 16ο , 22ο και 23ο ), ύστερα από σκλήρό και φονικό αγώνα καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό ΚΡΗΣΤΩΝΗΣ, το νότιο τμήμα του χωριού ΚΡΗΣΤΩΝΗ και τα βοηθητικά του υψώματα. Όμως παρά την ηρωική τους προσπάθεια δεν κατορθώνουν να προχωρήσουν προς Κιλκίς, γιατί το έδαφος θερίζεται από τα βουλγαρικά πυρά. Η 4η Μεραρχία μαχόμενη γενναία, καταλαμβάνει το μεσημέρι τα ανατολικά του χωριού ΚΡΗΣΤΩΝΗ υψώματα και φθάνει μπροστά από την κύρια γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι απώλειές της είναι τρομερές. Η 2η Μεραρχία προελαύνει κάτω από τα πυρά των Βουλγάρων, ανατρέπει τον εχθρό και καταλαμβάνει τα ανατολικά του χωριού ΠΟΤΑΜΙΑ υψώματα. Η 3η Μεραρχία, μετά από σφοδρό αγώνα, ανατρέπει επίσης τους Βουλγάρους και καταλαμβάνει τα χωριά ΛΕΒΕΝΤΟΧΩΡΙ, ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ και ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΥΣΗ.
Η Ταξιαρχία Ιππικού προελαύνει προς τα χωριά ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΥΣΗ και ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ, αλλά λόγω της αφίξεως εχθρικών ενισχύσεων, αναγκάζεται να αποσυρθεί.
Παρ΄ όλες τις νίκες του Ελληνικού στρατού , το Κιλκίς βρίσκεται ακόμη στα χέρια των Βουλγάρων. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να καταληφθεί. Γεμάτος αγωνία ο Αρχιστράτηγος, στέλνει προς όλες τις Μεραρχίες την ιστορική διαταγή, που δείχνει και το βάθος της ανησυχίας, αλλά μαζί και την αλύγιστη θέληση για τη νίκη: «ΑΥΡΙΟ ΑΞΙΩ ΤΗΝ ΠΤΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ».
Τα χαράματα της 21ης Ιουνίου 1913, ώρα 03:30, η επίθεση προς το Κιλκίς αρχίζει. Τα ηρωικά Συντάγματα της 2ης Μεραρχίας ( 1ο και 7ο ) ακάθεκτα ορμούν κατά των Βουλγάρων. Εντός 15 λεπτών πλησιάζουν την πρώτη γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι Βούλγαροι βάλλουν με πυκνά πυρά κατά των Ελλήνων. Μετά σκληρό αγώνα στις 04:10 το πρωί κυριεύεται η πρώτη γραμμή αμύνης. Πίσω όμως από την πρώτη υπάρχει η 2η γραμμή. Εναντίον αυτής ορμούν τώρα ακάθεκτα με τη λόγχη οι Έλληνες. Στις 05:00 το πρωί καταλαμβάνουν και αυτή τη γραμμή αμύνης και προχωρούν με αλαλαγμούς, εναντίον της 3ης και σπουδαιότερης γραμμής των Βουλγάρων. Εδώ διεξάγεται αγών άνισος. Οι Έλληνες προχωρούν απτόητοι κάτω από τα βουλγαρικά πυρά . Οι Βούλγαροι αμύνονται με πείσμα.
Στον αγώνα εμπλέκεται και το 3ο Σύνταγμα. Οι Βούλγαροι ενεργούν σφοδρές αντεπιθέσεις. Χάρις όμως στη δραστηριότητα των εναπομεινάντων αξιωματικών του 1ου και 7ου Συντάγματος και στον απαράμιλλο ηρωισμό των στρατιωτών μας, αποκρούονται οι αντεπιθέσεις. Ακολουθούν νέες επιθέσεις των Ελλήνων. Τα Συντάγματα κερδίζουν διαρκώς έδαφος, καταλαμβάνουν τα χαρακώματα της τελευταίας γραμμής και διώχνουν από αυτά τους Βουλγάρους.
Οι άλλες προ του Κιλκίς Μεραρχίες ( 4η,5η και 3η ) συνεχίζουν από τις πρωινές ώρες, τον εναντίον των Βουλγάρων αγώνα. Οι Βούλγαροι προβάλλουν ισχυρή αντίσταση και με τα κανόνια κτυπούν μανιασμένα τους Έλληνες. Ο αγώνας όμως συνεχίζεται. Στις 11:00 η ώρα το πρωί, το Κιλκίς καταλαμβάνεται και 11:15 η Ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου. Παντού οι Βούλγαροι τρέπονται σε άτακτη φυγή.
Η τριήμερη Μάχη του Κιλκίς έληξε. Η νίκη υπήρξε σημαντική και προδίκασε την έκβαση του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Από το Κιλκίς τα ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν στην ΔΟΙΡΑΝΗ, στην ΚΕΡΚΙΝΗ, στην ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ, στο ΔΕΛΗ ΡΙΣΑΡ, στα στενά της ΚΡΕΣΝΑΣ. Μεγάλο το μέγεθος της νίκης του Κιλκίς, μεγάλο και το τίμημα της εξαγοράς της.5652 άνδρες εκτός μάχης KAI με νεκρούς 6 διοικητές συνταγμάτων δηλαδή το 12% της τότε παρατακτικής δύναμης του στρατού.
Το Κιλκίς ήταν το προπύργιο του σλαβομακεδονικού αλυτρωτισμού γι αυτό τον λόγο οι συγκρούσεις έλαβαν άγριο και γεμάτο φανατισμό χαρακτήρα, πολύ γρήγορα ο αγώνας πήρε μορφή ολοκληρωτικό διαχωρισμός μεταξύ στρατιωτών και αμάχων δεν υπήρχε. Το 1912 μόνο το 2% του πληθυσμού της περιφερείας του Κιλκίς ήταν Έλληνες, οι Σλαυόφωνοι καταδιώχθηκαν τα χωριά τους πυρολυθήκαν, όπως και η πόλη του Κιλκίς, οι άνδρες σκοτωνόντουσαν και οι κακοποιήσεις των γυναικών πήραν σημαντικές διαστάσεις, καραβάνια προσφύγων έφευγαν προς Βορρά ακολουθώντας την υποχώρηση του Βουλγάρικου στρατού.
Με τέτοιες θυσίες η Ελλάδα, απέκρουσε αποφασιστικά την προσπάθεια ανατροπής των συνόρων της και τις βλέψεις της γείτονος χώρας στα εδάφη της. Συνέβαλε αποφασιστικά στην παγίωση του σχηματιζόμενου τότε χάρτη της Βαλκανικής και έδειξε ότι ο σεβασμός αυτών των συνόρων και η ειρηνική συνύπαρξη, είναι ο μόνος εφικτός δρόμος για τις χώρες της περιοχής. Δες τώρα και τι γράφει μετά θαυμασμού ο Κ Πράις :
«.....του Κιλκίς και έβλεπε την σειράν των επαλλήλων χαρακωμάτων , εκτεινομένων εις απόστασιν ολοκλήρων μιλίων, με τα φοβερά ιχυρώματα και τα δια τηλεβόλων προστατευμένα ισχυρά στρατιωτικά σημεία , άτινα δέσποζον των προσβασεων από της νοτίως εκτεινομένης πεδιάδος , και εσκέπτευο κατόπιν παν ότι ηκούσαμε και ανεγνώσαμεν και είδομεν να παρουσιάζει ο Βούλγαρος στρατιώτης , ηπόρει ποία αόρατος χειρ εβοήθησε τους Έλληνες προς την νίκην . Ότι το φυσικόν τούτο φρούριον, το δι επιστημονικών συμπληρώσεων καταστάν σχεδόν απόρθητον , ηλώθη υπό εχθρού άνευ μακράς πολιορκίας, αποτελεί γεγονός το οποίον δυσκόλως ηδύνατο τις και να φανταστή. Το όλον θέατρον υης μάχης , ήτο σπαρμένον με τα ίχνη τασυμβολίζοντα εσπευσμένην φυγήν.....το ταξείδιόν μας έβριθε θλιβερών εικόνων του πολέμου».
Την νύκτα 16 με 17 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, επιτίθενται αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και των Σέρβων. Με την αιφνιδιαστική τους επίθεση κατορθώνουν ν’ αρπάξουν τη Γευγελή και να διακόψουν κάθε επικοινωνία μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων. Προσωρινά όμως αναστέλλουν την πορεία τους προς την Θεσσαλονίκη, γιατί δεν πετυχαίνουν να εκτοπίσουν τους Σέρβους πέρα από τον Αξιό.
Εγκαθίστανται υποχρεωτικά στα γύρω υψώματα, στη γραμμή ΚΙΛΚΙΣ - ΛΑΧΑΝΑ. Η τοποθεσία έχει πολλά αμυντικά πλεονεκτήματα. Το έδαφος είναι τελείως ακάλυπτο και παρέχει άριστη παρατήρηση και πεδία βολής. Κρατώντας αυτήν τη γραμμή οι Βούλγαροι προφυλάσσουν τις ΣΕΡΡΕΣ, το ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ, τη ΔΟΙΡΑΝΗ και τη ΓΕΥΓΕΛΗ , διατηρούν τις γέφυρες του Στρυμόνα, που έχουν σημασία για τον εφοδιασμό τους και εξασφαλίζουν την υπόχωρησή τους δια της ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑΣ σε περίπτωση ανάγκης.
Οι Βούλγαροι παρέταξαν 32 Τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού, ανερχόταν σε 73 Τάγματα Πεζικού, 33 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 9 Ορειβατικές, 8 Ιλες και 8 Ημιλαρχίες.
Την νύκτα της19ης Ιουνίου 1913 τέσσερις (4) Ελληνικές Μεραρχίες ( 2η - 3η - 4η - 5η ) και η Ταξιαρχία Ιππικού κινούνται με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Κιλκίς. Συναντούν τις βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αμύνονται με πείσμα. Διεξάγεται αγώνας σκληρός και πεισματώδης, τα στρατεύματα μας κερδίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού μάχεται στα υψώματα του χωριού ΜΑΝΔΡΕΣ. Ανατολικά της ΠΙΚΡΟΛΙΜΝΗΣ μάχεται το 16ο Σύνταγμα Πεζικού.
Όσο προχωρεί η ημέρα, η επίθεση γενικεύεται. Οι Μεραρχίες υφίστανται τρομερές απώλειες, μα στο τέλος οι Βούλγαροι υποχωρούν στη γραμμή Λειψυδρίου - Λόφου Μαυρονερίου - Γυναικοκάστρου. Πέφτει το σκοτάδι. Οι Βούλγαροι την ημέρα αυτή υποχώρησαν, αλλά ο αγώνας δεν κρίθηκε.
Ξημερώματα της 20ης Ιουνίου 1913, τα ηρωϊκά Συντάγματα της 5ης Μεραρχίας , ( 16ο , 22ο και 23ο ), ύστερα από σκλήρό και φονικό αγώνα καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό ΚΡΗΣΤΩΝΗΣ, το νότιο τμήμα του χωριού ΚΡΗΣΤΩΝΗ και τα βοηθητικά του υψώματα. Όμως παρά την ηρωική τους προσπάθεια δεν κατορθώνουν να προχωρήσουν προς Κιλκίς, γιατί το έδαφος θερίζεται από τα βουλγαρικά πυρά. Η 4η Μεραρχία μαχόμενη γενναία, καταλαμβάνει το μεσημέρι τα ανατολικά του χωριού ΚΡΗΣΤΩΝΗ υψώματα και φθάνει μπροστά από την κύρια γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι απώλειές της είναι τρομερές. Η 2η Μεραρχία προελαύνει κάτω από τα πυρά των Βουλγάρων, ανατρέπει τον εχθρό και καταλαμβάνει τα ανατολικά του χωριού ΠΟΤΑΜΙΑ υψώματα. Η 3η Μεραρχία, μετά από σφοδρό αγώνα, ανατρέπει επίσης τους Βουλγάρους και καταλαμβάνει τα χωριά ΛΕΒΕΝΤΟΧΩΡΙ, ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ και ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΥΣΗ.
Η Ταξιαρχία Ιππικού προελαύνει προς τα χωριά ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΥΣΗ και ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ, αλλά λόγω της αφίξεως εχθρικών ενισχύσεων, αναγκάζεται να αποσυρθεί.
Παρ΄ όλες τις νίκες του Ελληνικού στρατού , το Κιλκίς βρίσκεται ακόμη στα χέρια των Βουλγάρων. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να καταληφθεί. Γεμάτος αγωνία ο Αρχιστράτηγος, στέλνει προς όλες τις Μεραρχίες την ιστορική διαταγή, που δείχνει και το βάθος της ανησυχίας, αλλά μαζί και την αλύγιστη θέληση για τη νίκη: «ΑΥΡΙΟ ΑΞΙΩ ΤΗΝ ΠΤΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ».
Τα χαράματα της 21ης Ιουνίου 1913, ώρα 03:30, η επίθεση προς το Κιλκίς αρχίζει. Τα ηρωικά Συντάγματα της 2ης Μεραρχίας ( 1ο και 7ο ) ακάθεκτα ορμούν κατά των Βουλγάρων. Εντός 15 λεπτών πλησιάζουν την πρώτη γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι Βούλγαροι βάλλουν με πυκνά πυρά κατά των Ελλήνων. Μετά σκληρό αγώνα στις 04:10 το πρωί κυριεύεται η πρώτη γραμμή αμύνης. Πίσω όμως από την πρώτη υπάρχει η 2η γραμμή. Εναντίον αυτής ορμούν τώρα ακάθεκτα με τη λόγχη οι Έλληνες. Στις 05:00 το πρωί καταλαμβάνουν και αυτή τη γραμμή αμύνης και προχωρούν με αλαλαγμούς, εναντίον της 3ης και σπουδαιότερης γραμμής των Βουλγάρων. Εδώ διεξάγεται αγών άνισος. Οι Έλληνες προχωρούν απτόητοι κάτω από τα βουλγαρικά πυρά . Οι Βούλγαροι αμύνονται με πείσμα.
Στον αγώνα εμπλέκεται και το 3ο Σύνταγμα. Οι Βούλγαροι ενεργούν σφοδρές αντεπιθέσεις. Χάρις όμως στη δραστηριότητα των εναπομεινάντων αξιωματικών του 1ου και 7ου Συντάγματος και στον απαράμιλλο ηρωισμό των στρατιωτών μας, αποκρούονται οι αντεπιθέσεις. Ακολουθούν νέες επιθέσεις των Ελλήνων. Τα Συντάγματα κερδίζουν διαρκώς έδαφος, καταλαμβάνουν τα χαρακώματα της τελευταίας γραμμής και διώχνουν από αυτά τους Βουλγάρους.
Οι άλλες προ του Κιλκίς Μεραρχίες ( 4η,5η και 3η ) συνεχίζουν από τις πρωινές ώρες, τον εναντίον των Βουλγάρων αγώνα. Οι Βούλγαροι προβάλλουν ισχυρή αντίσταση και με τα κανόνια κτυπούν μανιασμένα τους Έλληνες. Ο αγώνας όμως συνεχίζεται. Στις 11:00 η ώρα το πρωί, το Κιλκίς καταλαμβάνεται και 11:15 η Ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου. Παντού οι Βούλγαροι τρέπονται σε άτακτη φυγή.
Η τριήμερη Μάχη του Κιλκίς έληξε. Η νίκη υπήρξε σημαντική και προδίκασε την έκβαση του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Από το Κιλκίς τα ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν στην ΔΟΙΡΑΝΗ, στην ΚΕΡΚΙΝΗ, στην ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ, στο ΔΕΛΗ ΡΙΣΑΡ, στα στενά της ΚΡΕΣΝΑΣ. Μεγάλο το μέγεθος της νίκης του Κιλκίς, μεγάλο και το τίμημα της εξαγοράς της.5652 άνδρες εκτός μάχης KAI με νεκρούς 6 διοικητές συνταγμάτων δηλαδή το 12% της τότε παρατακτικής δύναμης του στρατού.
Το Κιλκίς ήταν το προπύργιο του σλαβομακεδονικού αλυτρωτισμού γι αυτό τον λόγο οι συγκρούσεις έλαβαν άγριο και γεμάτο φανατισμό χαρακτήρα, πολύ γρήγορα ο αγώνας πήρε μορφή ολοκληρωτικό διαχωρισμός μεταξύ στρατιωτών και αμάχων δεν υπήρχε. Το 1912 μόνο το 2% του πληθυσμού της περιφερείας του Κιλκίς ήταν Έλληνες, οι Σλαυόφωνοι καταδιώχθηκαν τα χωριά τους πυρολυθήκαν, όπως και η πόλη του Κιλκίς, οι άνδρες σκοτωνόντουσαν και οι κακοποιήσεις των γυναικών πήραν σημαντικές διαστάσεις, καραβάνια προσφύγων έφευγαν προς Βορρά ακολουθώντας την υποχώρηση του Βουλγάρικου στρατού.
Με τέτοιες θυσίες η Ελλάδα, απέκρουσε αποφασιστικά την προσπάθεια ανατροπής των συνόρων της και τις βλέψεις της γείτονος χώρας στα εδάφη της. Συνέβαλε αποφασιστικά στην παγίωση του σχηματιζόμενου τότε χάρτη της Βαλκανικής και έδειξε ότι ο σεβασμός αυτών των συνόρων και η ειρηνική συνύπαρξη, είναι ο μόνος εφικτός δρόμος για τις χώρες της περιοχής. Δες τώρα και τι γράφει μετά θαυμασμού ο Κ Πράις :
«.....του Κιλκίς και έβλεπε την σειράν των επαλλήλων χαρακωμάτων , εκτεινομένων εις απόστασιν ολοκλήρων μιλίων, με τα φοβερά ιχυρώματα και τα δια τηλεβόλων προστατευμένα ισχυρά στρατιωτικά σημεία , άτινα δέσποζον των προσβασεων από της νοτίως εκτεινομένης πεδιάδος , και εσκέπτευο κατόπιν παν ότι ηκούσαμε και ανεγνώσαμεν και είδομεν να παρουσιάζει ο Βούλγαρος στρατιώτης , ηπόρει ποία αόρατος χειρ εβοήθησε τους Έλληνες προς την νίκην . Ότι το φυσικόν τούτο φρούριον, το δι επιστημονικών συμπληρώσεων καταστάν σχεδόν απόρθητον , ηλώθη υπό εχθρού άνευ μακράς πολιορκίας, αποτελεί γεγονός το οποίον δυσκόλως ηδύνατο τις και να φανταστή. Το όλον θέατρον υης μάχης , ήτο σπαρμένον με τα ίχνη τασυμβολίζοντα εσπευσμένην φυγήν.....το ταξείδιόν μας έβριθε θλιβερών εικόνων του πολέμου».
9.6.09
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ
www.samos.gr
Το όνομα του το χωριό μας το έχει πάρει από τον Λαχανά Κωνσταντίνο, Έλληνας αγωνιστής από τη Σάμο (1769-1842) . Ασχολήθηκε στην αρχή με τη ναυτιλία και το εμπόριο. Το 1798 πούλησε το εμπορικό του σκάφος, ενθουσιασμένος από τη Γαλλική Επανάσταση και κατατάχθηκε στο στρατό του Μ. Ναπολέοντα. Πήρε μέρος σαν λοχαγός στην εκστρατεία της Αιγύπτου όπου και διακρίθηκε στη μάχη των Πυραμίδων. Για τη γενναιότητα του αυτή παρασημοφορήθηκε. Επέστρεψε στη Σάμο, όπου πήρε μέρος στις πολιτικές διαμάχες του νησιού και το 1805 αναγκάστηκε να εκπατριστεί και να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη όπου συνάντησε τον Νικοτσάρα και πήρε την υπαρχηγία ενός σώματος κλεφταρματολών. Περικυκλώθηκε μαζί με το σώμα του στο χωρίο της Θεσσαλονίκης Λαχανά από τους Τούρκους. Για να γλιτώσει έσπασε τις αλυσίδες που ένωναν τη γέφυρα και αφού άνοιξε δρόμο έφυγε.
Από τότε η τοποθεσία ονομάστηκε Λαχανάς.
Μετά το θάνατο του Νικοτσάρα και τη διάλυση του Ελληνικών σωμάτων ο Λαχανάς προσλήφθηκε πλοίαρχος του Μπεκήρ Αγά, διοικητή της Θεσσαλονίκης. Το 1819 επέστρεψε στη Σάμο όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία.
Στις 17 Απριλίου 1821 ο Λαχανάς κήρυξε την επανάσταση στη Σάμο και διατήρησε την αρχηγία μέχρι της αφίξεως του Λυκούργου Λογοθέτη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες φέροντας το βαθμό του χιλιάρχου. Το 1834 αναγκάστηκε για δεύτερη φορά να εκπατριστεί γιατί αντέδρασε στην ανακήρυξη της Σάμου σαν ηγεμονίας, υποτελούς της Τουρκίας.
Πήγε στο Ναύπλιο και από εκεί στη Χαλκίδα. Για τις μεγάλες του υπηρεσίες στον απελευθερωτικό αγώνα, του δόθηκε ο βαθμός του Ταγματάρχη της Εθνοφυλακής.
Το όνομα του το χωριό μας το έχει πάρει από τον Λαχανά Κωνσταντίνο, Έλληνας αγωνιστής από τη Σάμο (1769-1842) . Ασχολήθηκε στην αρχή με τη ναυτιλία και το εμπόριο. Το 1798 πούλησε το εμπορικό του σκάφος, ενθουσιασμένος από τη Γαλλική Επανάσταση και κατατάχθηκε στο στρατό του Μ. Ναπολέοντα. Πήρε μέρος σαν λοχαγός στην εκστρατεία της Αιγύπτου όπου και διακρίθηκε στη μάχη των Πυραμίδων. Για τη γενναιότητα του αυτή παρασημοφορήθηκε. Επέστρεψε στη Σάμο, όπου πήρε μέρος στις πολιτικές διαμάχες του νησιού και το 1805 αναγκάστηκε να εκπατριστεί και να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη όπου συνάντησε τον Νικοτσάρα και πήρε την υπαρχηγία ενός σώματος κλεφταρματολών. Περικυκλώθηκε μαζί με το σώμα του στο χωρίο της Θεσσαλονίκης Λαχανά από τους Τούρκους. Για να γλιτώσει έσπασε τις αλυσίδες που ένωναν τη γέφυρα και αφού άνοιξε δρόμο έφυγε.
Από τότε η τοποθεσία ονομάστηκε Λαχανάς.
Μετά το θάνατο του Νικοτσάρα και τη διάλυση του Ελληνικών σωμάτων ο Λαχανάς προσλήφθηκε πλοίαρχος του Μπεκήρ Αγά, διοικητή της Θεσσαλονίκης. Το 1819 επέστρεψε στη Σάμο όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία.
Στις 17 Απριλίου 1821 ο Λαχανάς κήρυξε την επανάσταση στη Σάμο και διατήρησε την αρχηγία μέχρι της αφίξεως του Λυκούργου Λογοθέτη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες φέροντας το βαθμό του χιλιάρχου. Το 1834 αναγκάστηκε για δεύτερη φορά να εκπατριστεί γιατί αντέδρασε στην ανακήρυξη της Σάμου σαν ηγεμονίας, υποτελούς της Τουρκίας.
Πήγε στο Ναύπλιο και από εκεί στη Χαλκίδα. Για τις μεγάλες του υπηρεσίες στον απελευθερωτικό αγώνα, του δόθηκε ο βαθμός του Ταγματάρχη της Εθνοφυλακής.
7.6.09
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
.
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Γράφει: ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΔΩΝΗΣ
ΣΤΙΣ 4 το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου 1912 έφτανε στην Αθήνα η πρώτη είδηση για την έναρξη του πολέμου των Βαλκάνιων συμμάχων κατά της Τουρκίας, και την προέλαση τής υπό τον διάδοχο τότε Κωνσταντίνο ελληνικής στρατιάς στη Μακεδονία. Είκοσι μόλις μέρες μετά, η ελληνική σημαία κυμάτιζε στη Θεσσαλονίκη. Τη θυελλώδη αυτή εξόρμηση, αλλά και τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο ―τον Β' Βαλκανικό― παρακολούθησε βήμα προς βήμα ο δημοσιογράφος Νικόλαος Σπανδωνής, κορυφαία και γραφική μορφή της δημοσιογραφίας και της πολιτικής τής εποχής. Οι γλαφυρές ανταποκρίσεις του, δημοσιεύτηκαν στην «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη και στους «Καιρούς» του Π. Κανελλίδη, και αργότερα, με φωτογραφίες μοναδικές από τα πρώτα πολεμικά φωτορεπορτάζ, κυκλοφόρησαν σε ένα καλλιτεχνικό λεύκωμα. Το λεύκωμα αυτό κυκλοφόρησε ξανά πρόσφατα σε πανομοιότυπη έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο «Πανόραμα του Πολέμου 1912-13».
Το «Πανόραμα» αυτό είναι γεμάτο γλαφυρές, συγκινητικές, ακόμη και στατιστικές λεπτομέρειες από την εξόρμηση της μικρής Ελλάδας της Μελούνας, που αποζητούσε την εθνική της ολοκλήρωση. Κι οι φωτογραφίες του, σπάνιες και πολλές ανέκδοτες, συγκινούν και συναρπάζουν.
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν κι εμείς τον πολεμικό ανταποκριτή, κι ας δούμε μέσα από τα γραπτά του και τον φακό των πρώτων φωτορεπόρτερ τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς φέτος κλείνουν ενενήντα χρόνια από τη λήξη τους.
ΤΑ ΠΡΙΝ.
Ας θυμηθούμε, όμως, πρώτα τι προηγήθηκε των Βαλκανικών Πολέμων. Το Κομιτάτο των Νεοτούρκων, κατέλαβε την εξουσία στην Τουρκία με την επανάσταση του 1908. Παρά τις εξαγγελίες του, όμως, για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο δεν τηρούσε τους όρους της Συνθήκης του Βερολίνου, του 1878, που προέβλεπαν παραχώρηση εδαφών σε Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο και ευρύτατη αυτονομία των εθνικών μειονοτήτων που παρέμεναν στα εδάφη της Τουρκίας, αλλά ασκούσε όλο και πιο έντονη καταπίεση των μειονοτήτων αυτών. Ήταν φανερό ότι οι Νεότουρκοι δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός συνταγματικού πολυεθνικού οθωμανικού κράτους, όπως είχαν επαγγελθεί, αλλά την εγκαθίδρυση ενός εθνικιστικού τουρκικού συγκεντρωτικού κράτους. Κι έτσι, τα βαλκανικά κράτη συμμαχούν, αποφασισμένα να υποστηρίξουν τα δικαιώματα των ομοεθνών τους. Και τον Σεπτέμβριο του 1912 επιδίδουν ταυτόχρονα διακοινώσεις-τελεσίγραφα στην Τουρκία. Εκείνη αντιδρά κηρύσσοντας γενική επιστράτευση, τα βαλκανικά κράτη κάνουν το ίδιο, και ο πόλεμος αρχίζει για να τακτοποιηθούν παλιοί ανεξόφλητοι λογαριασμοί.
Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων είναι και πάλι ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο νικημένος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Σοφότερος όμως τώρα, και με την πολιτική καθοδήγηση του μεγάλου Ελευθέριου Βενιζέλου, ηγείται ενός στρατού καλά οργανωμένου, καλά εφοδιασμένου με σύγχρονα όπλα και άφθονο υλικό, και με υψηλό φρόνημα. Μέσα σε τρία χρόνια από τη στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί, έχουν γίνει πραγματικά θαύματα στην Ελλάδα.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ.
Από το ίδιο εκείνο στρατηγείο του Τυρνάβου, που τόσο επαίσχυντα είχε εγκαταλείψει το 1897, ο Κωνσταντίνος δίνει εντολή στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του, υποστράτηγο Δαγκλή, να εκδώσει το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν:
«Τύρναβος, Παρασκευή 4 μ.μ. Πέντε μεραρχίαι διήλθον από πρωίας τα σύνορα, εισβαλούσαι άνευ σχεδόν αντιστάσεως εις το τουρκικόν έδαφος. Η Πρώτη μεραρχία έφθασε μέχρι τριών χιλιομέτρων βορείως της Τσαριτσαίνης, η Δευτέρα μέχρι της Σκόμπας, η Τρίτη μέχρι Δομενίκου, η Τετάρτη δι' Ελευθεροχωρίου, μέχρι Βλαχογιάννη και η Πέμπτη εν δευτέρα γραμμή μέχρι Ρεθωνίου».
Και ο δημοσιογράφος, που ακολουθεί τον ελληνικό στρατό στην εξόρμησή του, γράφει:
«Από της προηγουμένης ημέρας, μεθ' όλην την τηρουμένην αυστηροτάτην εχεμύθειαν υπό του Γεν. Επιτελείου, είχον πληροφορηθή ότι η προέλασις είχεν ορισθή διά την επαύριον. Πράγματι, περί το μεσονύκτιον, μου ανηγγέλθη εμπιστευτικώς ότι, την 2αν ώραν της πρωίας θα ανεκοινούτο εις τους Μεράρχους η διαταγή της προελάσεως. Και περί την 3ην ώραν της πρωίας, εισελθών εις άμαξαν, διηυθύνθην εις τον Τύρναβον. Καθ' όλον το διάστημα της μεταβάσεώς μου, συνήντων μακράς και ατελευτήτους σειράς εφοδιοπομπών... Η οδός κατελαμβάνετο υπό παντός είδους ζώων, ίππων, ημιόνων και όνων φορτωμένων με σάκκους άρτου, τυρού, με βαρέλια ελαιών, με βαρέλια πλήρη ύδατος, με κιβώτια φυσιγγίων, με παντοειδή εφόδια. Εν μέσω δε αυτών, ποίμνια βοών και προβάτων, καθώς και πλήρων αμαξών.
»Στον Τύρναβον, ο στρατός είχεν ήδη εξυπνήσει και πυρετωδώς προητοιμάζετο διά την προέλασιν. Ζωηροί και εύθυμοι οι άνδρες συνεπλήρουν τον καθαρισμόν του ιματισμού και του οπλισμού των, εδίπλωναν τα αντίσκηνα, και μετ' ολίγον εν αδιαπτώτω ευθυμία έτρωγον το συσσίτιόν των, επαναλαμβάνοντες εν μέσω ακρατήτου ενθουσιασμού την φράσιν, ην είπεν εις λοχαγός του πεζικού και ήτις είχε μεταδοθή ως αστραπή:
»―Η τελευταία κουραμάνα που τρώμε στη Θεσσαλία!
»―Διέρχομαι τας γραμμάς των στρατιωτών και μένω έκπληκτος προ του ενθέου ενθουσιασμού όστις κατέχει αυτούς. Η συγκίνησίς μου κορυφούται και δάκρυα χαράς αναβλύζουσιν εκ των οφθαλμών μου, εκ της πεποιθήσεως ήτις γεννάται παρ' εμοί, ότι αδύνατον τοιούτος στρατός να μη νικήση. Προχωρώ, και παρά την είσοδον παλαιού οικοδομήματος προχείρως επισκευασθέντος, διακρίνω υψηλόν κοντόν, και επ' αυτού ανεμίζον το σήμα του Αρχηγού, το οποίον επέπρωτο, μετά είκοσι μόλις ημέρας να εισέλθη θριαμβευτικόν εις την πρωτεύουσαν της Μακεδονίας... Συναντώ τον Μέραρχον της Α' Μεραρχίας κύριον Μανουσογιαννάκην, όστις μου λέγει:
»―Τους βλέπεις τους άνδρας αυτούς; Ή θα φθάσωσιν νικηφόροι εις Θεσσαλονίκην ή ουδείς εξ αυτών θα επανίδη την πατρίδα του. Δεν το λέγω αυτό ως αρχηγός των, αλλ' ως διερμηνεύς πιστός των αισθημάτων των».
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ.
Ο Ν. Σπανδωνής, ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι δεν γράφει ιστορία, αλλά χρονικά. Κι είναι ολοζώντανος ο τρόπος που τα γράφει. Μας δίνει δε άφθονα στοιχεία για τον ελληνικό στρατό. Τη Μακεδονική Στρατιά, μας λέει, την αποτελούσαν επτά μεραρχίες με διοικητές τους υποστράτηγους Εμμ. Μανουσογιαννάκη (Α'), Κ. Καλλάρη (Β'), Κ. Δαμιανό (Γ'), Κ. Μοσχόπουλο (Δ') και τους συνταγματάρχες Δ. Ματθαιόπουλο (Ε'), Κ. Μηλιώτη-Κομνηνό (ΣΤ') και Κλεομένη Κλεομένους (Ζ'). Κι ακόμη, ένα ανεξάρτητο σώμα υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη του Μηχανικού Στεφάνου Γεννάδη, μια ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού, υπό τον υποστράτηγο εν εφεδρεία Αλέξανδρο Σούτσο, και το Σώμα των Γεφυροποιών. Και παραθέτει με λεπτομέρειες τα πορτραίτα όλων των διοικητών.
Όσον αφορά τον ελληνικό στόλο, που είχε αναλάβει το έργο τού από θαλάσσης αποκλεισμού της Τουρκίας, καθώς μόνο η χώρα μας διέθετε στόλο, αυτός κατάφερε ώστε «ούτε ένα καρφί κατά την κοινήν έκφρασιν ηδυνήθη να προμηθευθή η Τουρκία εκ του εξωτερικού και διά του Αιγαίου μετά τον έκπλουν του ελληνικού στόλου... Αι δε νίκαι του έδωκαν μεγάλην κλίσιν εις την πλάστιγγα εφ' ης κρίνονται τα πράγματα του πολέμου δι' όλους τους Συμμάχους».
Τα πλοία που απάρτιζαν τον ελληνικό στόλο στους Βαλκανικούς Πολέμους, η «παρούσα κατάστασις του στόλου μας» κατά τον Ν. Σπανδωνή, ήταν:
Τέσσερα θωρηκτά: («Αβέρωφ», 10.000 τόνων, με μήκος 130 μέτρα και οπλισμό 4 πυροβόλα των 234 χλστ., 8 των 190 χλστ. 16 ταχυβόλα των 75 χλστ. και 3 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45 ε/μ. «Ψαρά», «Ύδρα», και «Σπέτσες» των 4.700 τόνων, με μήκος 101 μέτρα και οπλισμό 3 πυροβόλα των 27 χλστ., 8 ταχυβόλα των 65 χλστ. και 5 των 150 χλστ.).
Δεκατέσσερα αντιτορπιλικά: (Τέσσερα μεγάλα αντιτορπιλικά ανοικτής θαλάσσης, μόλις ναυπηγημένα στην Αγγλία, με τα ονόματα «Λέων», «Πάνθηρ», «Αετός» και «Ιέραξ» ―τα τέσσερα «θηρία»― με εκτόπισμα 1.055 τόνους, μήκος 98 μέτρα, ταχύτατα για την εποχή ―32 μίλια την ώρα― με πετρελαιομηχανές και ασύρματο μεγάλης εμβέλειας, 4 τορπιλοβλητικούς σωλήνες και 4 ταχυβόλα των 102 χλστ. Κι ακόμη: «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός», ναυπηγημένα στο Βούλκαν, με εκτόπισμα 570 τόνους, μήκος 71 μέτρα και οπλισμό 4 ταχυβόλα των 88 χλστ. και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45 ε/μ «Νίκη», «Δόξα», «Βέλος», «Ασπίς», γερμανικής κατασκευής, με εκτόπισμα 355 τόνους, μήκος 67,5 μέτρα και οπλισμό 2 ταχυβόλα των 76 χλστ. και 4 των 57 χλστ., καθώς και δύο τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45. «Θύελλα», «Ναυκρατούσα», «Λόγχη», «Σφενδόνη», αγγλικής κατασκευής, με εκτόπισμα 355 τόνους, μήκος 67 μέτρα και οπλισμό 2 ταχυβόλα των 76 και 4 των 57, και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45).
Πέντε τορπιλοβόλα (Νο 11, Νο 12, Νο 14, Νο 15 και Νο 16 των 85 τόνων, μήκους 36 μέτρων και εξοπλισμένα με 3 τορπιλοβλήτες των 356 χλστ. και ένα διπλό μυδραλιοβόλο των 37 χλστ.).
Ένα «καταδυόμενον», («Δελφίν», με εκτόπισμα 310 τόνους, μήκος 49,5 μέτρα και εξοπλισμένο με 5 τορπιλοβλητικούς σωλήνες).
Δύο «ατμοβάριδες» (μεγάλες κανονιοφόρους, με τα ονόματα «Άκτιον» και «Αμβρακία», 450 τόνων, με μήκος 38,5 μέτρα και οπλισμό 1 ταχυβόλο των 15 εκ. και 3 των 76 χλστ.).
Τέσσερις κανονιοφόρους (Α, Β, Γ, Δ, με εκτόπισμα 54 τόνους και εξοπλισμένες με ένα ταχυβόλο των 10 εκ.).
Τέσσερις «ατμομυοδρόμωνες» (πλοία με τρία κατάρτια και ατμομηχανή, ταχύτατα και με εξαιρετικά ναυπηγικά χαρακτηριστικά, τα «Αλφειός», «Πηνειός», «Αχελώος» και «Ευρώτας», με εκτόπισμα 420 τόνους, μήκος 40 μέτρα και οπλισμό 2 πυροβόλα των 76 χλστ.).
Ένα τορπιλοφόρο («Κανάρης», εκτόπισμα 870 τόνοι, μήκος 70 μέτρα, εξοπλισμένο με τορπίλες και 2 πυροβόλα των 12 εκ.).
Δύο οπλιταγωγά («Κρήτη», 600 τόνων, μήκους 63 μέτρων, και «Σφακτηρία», 1000 τόνων, μήκους 63 μέτρων, με οπλισμό 2 μυδραλιοβόλα των 37 χλστ.). Οι ελληνικές δυνάμεις πλουτίστηκαν και με ένα ακόμη αντιτορπιλικό ανοικτής θαλάσσης, λάφυρο από τους Τούρκους, που καταλήφθηκε στον κόλπο της Άρτας,
καθώς και ένα τουρκικό αεροπλάνο. Στις πτήσεις μ' αυτό, σκοτώθηκαν οι δύο πρώτοι πιλότοι της ελληνικής αεροπορίας Εμμ. Αργυρόπουλος και Κ. Μάνος.
ΕΝΑ ΝΤΟΥΚΟΥΜΕΝΤΟ.
Τη δράση του ελληνικού στρατού στον A' Bαλκανικό Πόλεμο, ο συγγραφέας του "Πανοράματος" τη χωρίζει σε επτά αυτοτελείς αλλά προς τον ίδιο σκοπό, εννοείται, κατατείνουσες εκστρατείες, που καταδεικνύουν «τον στρατηγικόν νουν του Διαδόχου».
Oι εκστρατείες αυτές, κατά τον N. Σπανδωνή, είναι οι εξής:
«. H δι' Eλασσώνος προς εκπόρθησιν των στενών του Σαρανταπόρου.
». H διάβασις του Aλιάκμονος και η πέραν αυτού αναζήτησις του εχθρού.
». H δι' Eλασσώνος προς εκπόρθησιν των στενών της Πέτρας και κατάληψιν του ποταμού Kαρά-Aσμάκ.
». H εκστρατεία της Hπείρου.
». H κατά της Γιαννιτσάς, σκοπούσα την κατάληψιν των προς Θεσσαλονίκην οδών.
». H κατά της Θεσσαλονίκης προέλασις.
». H προς απόκρουσιν του φεύγοντος τουρκικού στρατού προς Nότον της Mακεδονίας».
Eδώ, θα παραθέσουμε ένα συναρπαστικό ντοκουμέντο: Tην ιδιόχειρη, γραφικότατη έκθεση που υπέβαλε ο Kωνσταντίνος στο Yπουργείο Στρατιωτικών στις 3 Mαρτίου για την κατάληψη των Iωαννίνων.
Γράφει λοιπόν ο αρχιστράτηγος:
«Tο φρούριον των Iωαννίνων αποτελεί μέγα κεχαρακωμένον στρατόπεδον περιμέτρου ως έγγιστα 50 χιλιομέτρων.
»Tην περίμετρον τούτου αποτελούσιν υψώματα φύσει οχυρά και κατά το πλείστον απόκρημνα, εφ' ων επικάθηνται συγκροτήματα πυροβολείων και χαρακωμάτων πεζικού, αποκλείοντα πάσας τας εκ των έξωθεν προς τα Iωάννινα αγούσας οδούς και υποστηριζόμενα αμοιβαίως.
»Tα ισχυρότερα και πολυπληθέστερα των συγκροτημάτων τούτων ευρίσκονται επί των υψωμάτων Mπιζανίου του νοτίου μετώπου, φράττουσι δε ταύτα την εκ Πρεβέζης προς τα Iωάννινα οδόν. Tο αμέσως μετά το Mπιζάνι ισχυρότερον μέτωπον είναι το ανατολικόν, από της λίμνης των Iωαννίνων μέχρι των Σεργιανών.
»H επίθεσις της 7ης Iανουαρίου ήγαγε το ημέτερον στράτευμα εγγύτατα προς το νότιον και εν μέρει προς το ανατολικόν μέτωπον... H λεπτομερής μελέτη του νοτίου και ανατολικού μετώπου Mπιζανίου-Kαστρίτσας, ήγαγεν εις το συμπέρασμα ότι τα μέτωπα ταύτα δεν ήσαν απόρθητα, αλλ' ότι η εκπόρθησίς των θ' απήτει μεγάλας θυσίας. Aπεφάσισα όθεν όπως επιχειρήσω αιφνιδιαστικήν επίθεσιν κατά του δυτικού μετώπου του φρουρίου, όπερ, καίτοι φύσει εξ ίσου οχυρόν εφυλάσσετο ασθενέστερον, η δε επαγρύπνησις του εχθρού προς το μέρος εκείνο ήτο χαλαρωτέρα».
Στη συνέχεια, ο Kωνσταντίνος περιγράφει τις προπαρασκευαστικές κινήσεις που αποφάσισε να κάνει, για να παραπλανήσει τον εχθρό και να προετοιμάσει τις δυνάμεις του. Kαι συνεχίζει:
«Πράγματι, κατωρθώθη ώστε άπασαι αι προπαρασκευαστικαί αύται κινήσεις να εκτελεσθώσιν εν μεγίστη μυστικότητι παρ' όλην την επικρατήσασαν σφοδράν χιονοθύελλαν και το δύσβατον του εδάφους, μετ' ακριβείας και τάξεως υποδειγματικής. Oύτω κατώρθωσα να συγκεντρώσω από της 17 μέχρι της εσπέρας της 19ης Φεβρουαρίου εις το αριστερόν μου δύναμιν εξ 23 ταγμάτων και 6 ορειβατικών πυροβολαρχιών, ην κατένειμα εις φάλαγγας υπό την ανωτέραν διοίκησιν του υποστρατήγου Mοσχοπούλου... Eνώ εξετελείτο η κίνησις αύτη διέταξα από της πρωίας της 19ης και όπως ... απασχολήσω τον εχθρόν, σφοδρόν πυροβολισμόν διά πασών των πυροβολαρχιών, κατά τε του νοτίου και ανατολικού μετώπου εν συνδυασμώ μετά πυρών Πεζικού, άτινα εσκόπουν να προκαλέσωσι τον εχθρόν να καταλάβη θέσεις μάχης... Tο τοιούτον επετεύχθη πράγματι.
»Την επομένην, 20 Φεβρουαρίου, διέταξα γενικήν επίθεσιν. Το μεν δεξιόν έδει να εκτελέση αγώνα κατατριβής προχωρούν βραδέως... το κέντρον έδει ν' απασχολή τον εχθρόν, το δε αριστερόν έδει να εκτελέση αιφνιδιαστικώς κατά του δυτικού μετώπου επίθεσιν προς διάσπασιν αυτού. Το πυροβολικόν έδει να εξακολουθήση σφοδρότερον βομβαρδισμόν. Πάντα τα διαταχθέντα εξετελέσθησαν ακριβέστατα... Περί την τρίτην εσπερινήν πυκναί εχθρικαί φάλαγγες κατήρχοντο εξ όλων των υψωμάτων του δυτικού μετώπου προς την πεδιάδα καταδιωκόμεναι κατά πόδας υπό των ημετέρων. Απόπειρα του εχθρού προς συνάθροισιν... εματαιώθη υπό των πυρών του ημετέρου ορειβατικού πυροβολικού όπερ διεσκόρπισεν αυτούς μετά πολλών απωλειών και τους ηνάγκασε να φύγωσιν ατάκτως προς τα Ιωάννινα.
»Ολίγον προ της εσπέρας οι εύζωνοι ημών έτασσον προφυλακάς 500 μέτρα προ της πόλεως των Ιωαννίνων, απέκοπτον την τηλεφωνικήν επικοινωνίαν του Μπιζανίου μετά της πόλεως και απέκλειον τελείως την μεταξύ τούτου και εκείνης συγκοινωνίαν... Προ της τοιαύτης τακτικής καταστάσεως, ο αρχιστράτηγος των τουρκικών στρατευμάτων βλέπων το μάταιον και άσκοπον προς περαιτέρω αντίστασιν, έστειλε προς με απεσταλμένους, προτείνων παράδοσιν του τε φρουρίου και στρατού άνευ όρων... Η παράδοσις ήρξατο περί την αυγήν».
Στις 22 Φεβρουαρίου, ο ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στα Ιωάννινα. Η υποδοχή, που έγινε σ' αυτόν και στον διάδοχο, ήταν αποθεωτική. Δεκαπέντε περίπου χιλιάδες άνθρωποι, συγκινημένοι, κλαίγοντας, με ακράτητο ενθουσιασμό, ακολουθούσαν τον Κωνσταντίνο στους δρόμους της πόλης. Ο κόσμος φιλούσε τα χέρια των αξιωματικών, ασπαζόταν τους οπλίτες, ζητωκραύγαζε τον Βενιζέλο, αποθέωνε τον διάδοχο.
448 χιλιόμετρα σε 34 ημέρες
Όσον αφορά την εκστρατεία της Μακεδονίας, το «Πανόραμα» περιέχει δύο ιδιαίτερα διαφωτιστικές εκθέσεις του συνταγματάρχη Δούσμανη, μέλους του Γενικού Επιτελείου του Κωνσταντίνου.
Στη μία, ο Δούσμανης αναφέρει ότι ο ελληνικός στρατός, που στην αρχή της εκστρατείας τον αποτελούσαν 62.000 άνδρες μόνο, διέτρεξε 448 χιλιόμετρα ―από τη Λάρισα ως τη Φλώρινα― μέσα σε 34 ημέρες, ανάμεσα από βουνά και ελώδεις πεδιάδες και κάτω από αδιάκοπη σχεδόν βροχή.
Το κέντρο του στρατού έδωσε και κέρδισε μάχες στην Ελασσόνα, στον Σαραντάπορο, στον Τριπόταμο, στα Γιαννιτσά. Και η αριστερή του πτέρυγα στην Κατερίνη, στη Δεσκάτη, στους Λαζαράδες, στο Αλπάνκιοϊ, στο Σόροβιτς και στην Μπάνιτσα και τέσσερις ακόμη μάχες κατά την πορεία του προς το Μοναστήρι. Αποτέλεσμα των μαχών αυτών ήταν η σύλληψη 35.000 αιχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένου και του Τούρκου αρχιστράτηγου. Συνολικά, έπεσαν στα ελληνικά χέρια εκατό τηλεβόλα και 70.000 τουφέκια. Και μετά την τελευταία μάχη, ο ελληνικός στρατός περικύκλωσε τον τουρκικό μπροστά από τη Θεσσαλονίκη, πράγμα που ανάγκασε τον γενικό διοικητή του, Ταξίν Πασά, να υπογράψει την παράδοση της πρωτεύουσας της Μακεδονίας στον αρχηγό του ελληνικού στρατού.
Στη δεύτερη έκθεσή του, ο Δούσμανης μιλάει για την προέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Φλώρινα, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, που έγινε μέσα σε αναρίθμητες φυσικές και στρατηγικές δυσκολίες. Τέσσερις πολύνεκρες μάχες έγιναν για να εκπορθηθούν τα στενά του Κομάνο, του Οστρόβου, του Κερλί-Δερβέν και του Γκορνίτσεβου. Η προσέγγιση του ελληνικού στρατού έκανε τους Τούρκους να εκκενώσουν το Μοναστήρι - κι αυτό εξηγεί το γιατί οι Σέρβοι, που κατέλαβαν τελικά την πόλη, συνέλαβαν ελάχιστους αιχμαλώτους.
Ο τουρκικός στρατός, συνεχίζει η έκθεση, συγκεντρώθηκε στη Φλώρινα, για να εξασφαλίσει την υποχώρηση των δυνάμεών του και ελπίζοντας να έχει σε ένα μέτωπο και τους δύο συμμαχικούς στρατούς. Αλλά όταν μετά τις καταστροφές που υπέστη στο Κερλί-Δερβέν και το Γκορνίτσεβο η ηγεσία του εννόησε ότι ο ελληνικός στρατός διέθετε πέντε μεραρχίες κι όχι δύο όπως νόμιζε, καταλήφθηκε από πανικό, και οι Τούρκοι εγκατέλειψαν άτακτα τη Φλώρινα. Το ελληνικό ιππικό τους κατεδίωξε απεινώς, και συνέλαβε 3.000 αιχμαλώτους και είκοσι τηλεβόλα.
Ο δεύτερος πόλεμος
Μετά την οριστική λήξη των εχθροπραξιών με τους Τούρκους, κανονίστηκαν τα σημεία που κατείχαν οι στρατοί Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας ωσότου γίνει η οριστική διευθέτηση των συνόρων. Από την πρώτη στιγμή, όμως, η Βουλγαρία επέδειξε μεγάλη απληστία, ζητώντας να καρπωθεί όσο γινόταν μεγαλύτερα οφέλη σε βάρος των συμμάχων της. Και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, παρατηρήθηκε ύποπτη συγκέντρωση στρατευμάτων απέναντι στην ελληνική παράταξη. Συγκέντρωση τέτοια, που να απειλεί να επιφέρει ρήξη από στιγμή σε στιγμή.
Και πραγματικά, από τις 24 Απριλίου άρχισαν επιθέσεις Βουλγάρων κατά των ελληνικών θέσεων. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε εντονότατες διαμαρτυρίες προς τη βουλγαρική, και στις 9 Μαΐου ο βασιλιάς πια, Κωνσταντίνος, (ο Γεώργιος είχε δολοφονηθεί στις 5 Μαρτίου) έφυγε εσπευσμένα από την Αθήνα με το αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» και πήγε στη Θεσσαλονίκη, για να βρίσκεται στον τόπο όπου συνέβαιναν τα έκτροπα. Και με τη μεσολάβηση του πρίγκιπα Νικολάου, που ήταν μαιτρ στις μυστικές συνεννοήσεις, Αθήνα και Βελιγράδι ήρθαν σε συμφωνία για κοινή στάση απέναντι των Βουλγάρων.
Στις 16 Ιουνίου 1913, ο βουλγαρικός στρατός, ακολουθώντας προδιαγεγραμμένο σχέδιο, προήλασε απ' όλα τα σημεία προς τις απέναντί του ελληνικές και σερβικές θέσεις. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος είχε αρχίσει.
Την ίδια μέρα, ο στρατηγός Καλλάρης κάλεσε τους Βουλγάρους που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη να παραδοθούν στον ελληνικό στρατό. Τους δόθηκαν δύο διαδοχικές προθεσμίες, για να μη γίνουν καταστροφές στην πόλη, και ύστερα διατάχθηκε γενική επίθεση σε όλα τα σημεία που κατείχαν οι Βούλγαροι. Η επίθεση άρχισε στις 6.55 το απόγευμα, και τελείωσε στις 6.55 το πρωί της άλλης μέρας. Και ο Ν. Σπανδωνής, αυτόπτης μάρτυρας, γράφει στο «Πανόραμα»:
«Κατά την δωδεκάωρον αυτήν μάχην, πρωτοφανή μέσα εις τας οδούς πόλεως, 52 Έλληνες στρατιώται και αξιωματικοί επλήρωσαν διά της ζωής των την ολοσχερή απαλλαγήν της Θεσσαλονίκης από την βουλγαρικήν αυθαιρεσίαν. Τριακόσιοι δε υπήρξαν οι φονευθέντες Βούλγαροι. Εις την ακμήν της μάχης αυτής, έφθασεν επιτόπου ο Γενικός Διοικητής (Μακεδονίας) κ. Στέφανος Δραγούμης.
»―Με υποδέχεσθε, βλέπω, με όλας τας τιμάς είπεν εις τον κ. Ρακτιβάν (πολιτικό διοικητή Θεσσαλονίκης) υπονοών τους κανονιοβολισμούς οι οποίοι εξηκολούθουν ραγδαίοι.
»Και ο κ. Ρακτιβάν απήντησεν όπως απαντούν κατά την αλλαγήν της φρουράς:
»―Κύριε Γενικέ Διοικητά, σας παραδίδω την πόλιν καθαράν.
»Οι χίλιοι διακόσιοι Βούλγαροι, οι οποίοι επερίμεναν κατά τας διαβεβαιώσεις του στρατηγού Χασαπτσήεφ ότι η Θεσσαλονίκη την επομένην θα ήτο βουλγαρική, συνελήφθησαν και επιβιβάσθησαν εις τα πλοία διά να μετακομισθούν εις τον Πειραιά και εκείθεν εις το μέρος το οποίον θα ώριζεν η ελληνική κυβέρνησις».
Μετά την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης, ολόκληρος ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να προελάσει κατά των Βουλγάρων, και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έσπευσε στη Μούλτζα, για να διευθύνει αυτοπροσώπως από εκεί τις επιχειρήσεις. Και το «Πανόραμα» μας λέει:
«Ο Βασιλεύς καλέσας πλησίον του τους σωματάρχας τούς απεχαιρέτισε δι' ολίγων θερμών λέξεων.
»―Αρχίζει, είπε, άμιλλα θανάτου. Πολλούς εξ υμών ίσως δεν τους ίδω πλέον. Αλλ' αυτή είναι η απαίτησις της πατρίδος.
»―Ζήτω η Πατρίς! Ζήτω ο Βασιλεύς! απήντησαν οι σωματάρχαι ξιφουλκήσαντες.
»Και η προέλασις ήρχισε ταυτοχρόνως από τρία σημεία».
Ακολούθησαν οι νικηφόρες για τα ελληνικά όπλα μάχες του Λαχανά, της Λυγκόβανης, τους Κιλκίς, της Δοϊράνης, της Στρώμνιτσας, κι ο στρατός μας κατέλαβε την Καβάλα και το Δεδέαγατς (Αδριανούπολη). Και όλα αυτά μέσα σε δέκα μέρες. Ακολούθησαν η κατάληψη της Δράμας και των Σερρών, του Νευροκοπίου και του Πετσόβου, ο θρίαμβος της μάχης στο Σιμιτλή, οι νίκες της Τζουμαγιάς, η εγκατάλειψη από τους Βουλγάρους της Ξάνθης.
Ο ελληνικός στρατός, όμως, είχε φτάσει πια στα όρια των δυνάμεών του. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, αρνιόταν να το αποδεχτεί, παρά τις επανειλημμένες προτροπές του Βενιζέλου για σύναψη ανακωχής. Τελικά, αναγκάστηκε να ζητήσει ο ίδιος από τον πρωθυπουργό του να δεχτεί τη μεσολάβηση της Ρουμανίας για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Κι έτσι, στις 17 Ιουλίου υπογράφηκε στο Βουκουρέστι πενθήμερη ανακωχή, και δέκα μέρες αργότερα το πρωτόκολλο που καθόριζε τα όρια της νέας Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Και διαβάζουμε στο «Πανόραμα»:
«Ο ελληνικός στρατός δεν έδρεψεν όλους τους καρπούς των θυσιών του. Μέρος της καταληφθείσης βορειοδυτικής Μακεδονίας επανήρχετο εις τους Βουλγάρους και η Ελλάς προς νότον έπρεπε να περιορισθή εις την δυτικήν πλευράν του Νέστου με μικρόν μέρος της ανατολικής.
»Αλλ' αι θυσίαι αύται επεβλήθησαν υπό των ισχυρών και η Ελλάς έπρεπε να υποκύψη».-
.
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Γράφει: ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΔΩΝΗΣ
ΣΤΙΣ 4 το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου 1912 έφτανε στην Αθήνα η πρώτη είδηση για την έναρξη του πολέμου των Βαλκάνιων συμμάχων κατά της Τουρκίας, και την προέλαση τής υπό τον διάδοχο τότε Κωνσταντίνο ελληνικής στρατιάς στη Μακεδονία. Είκοσι μόλις μέρες μετά, η ελληνική σημαία κυμάτιζε στη Θεσσαλονίκη. Τη θυελλώδη αυτή εξόρμηση, αλλά και τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο ―τον Β' Βαλκανικό― παρακολούθησε βήμα προς βήμα ο δημοσιογράφος Νικόλαος Σπανδωνής, κορυφαία και γραφική μορφή της δημοσιογραφίας και της πολιτικής τής εποχής. Οι γλαφυρές ανταποκρίσεις του, δημοσιεύτηκαν στην «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη και στους «Καιρούς» του Π. Κανελλίδη, και αργότερα, με φωτογραφίες μοναδικές από τα πρώτα πολεμικά φωτορεπορτάζ, κυκλοφόρησαν σε ένα καλλιτεχνικό λεύκωμα. Το λεύκωμα αυτό κυκλοφόρησε ξανά πρόσφατα σε πανομοιότυπη έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο «Πανόραμα του Πολέμου 1912-13».
Το «Πανόραμα» αυτό είναι γεμάτο γλαφυρές, συγκινητικές, ακόμη και στατιστικές λεπτομέρειες από την εξόρμηση της μικρής Ελλάδας της Μελούνας, που αποζητούσε την εθνική της ολοκλήρωση. Κι οι φωτογραφίες του, σπάνιες και πολλές ανέκδοτες, συγκινούν και συναρπάζουν.
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν κι εμείς τον πολεμικό ανταποκριτή, κι ας δούμε μέσα από τα γραπτά του και τον φακό των πρώτων φωτορεπόρτερ τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς φέτος κλείνουν ενενήντα χρόνια από τη λήξη τους.
ΤΑ ΠΡΙΝ.
Ας θυμηθούμε, όμως, πρώτα τι προηγήθηκε των Βαλκανικών Πολέμων. Το Κομιτάτο των Νεοτούρκων, κατέλαβε την εξουσία στην Τουρκία με την επανάσταση του 1908. Παρά τις εξαγγελίες του, όμως, για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο δεν τηρούσε τους όρους της Συνθήκης του Βερολίνου, του 1878, που προέβλεπαν παραχώρηση εδαφών σε Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο και ευρύτατη αυτονομία των εθνικών μειονοτήτων που παρέμεναν στα εδάφη της Τουρκίας, αλλά ασκούσε όλο και πιο έντονη καταπίεση των μειονοτήτων αυτών. Ήταν φανερό ότι οι Νεότουρκοι δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός συνταγματικού πολυεθνικού οθωμανικού κράτους, όπως είχαν επαγγελθεί, αλλά την εγκαθίδρυση ενός εθνικιστικού τουρκικού συγκεντρωτικού κράτους. Κι έτσι, τα βαλκανικά κράτη συμμαχούν, αποφασισμένα να υποστηρίξουν τα δικαιώματα των ομοεθνών τους. Και τον Σεπτέμβριο του 1912 επιδίδουν ταυτόχρονα διακοινώσεις-τελεσίγραφα στην Τουρκία. Εκείνη αντιδρά κηρύσσοντας γενική επιστράτευση, τα βαλκανικά κράτη κάνουν το ίδιο, και ο πόλεμος αρχίζει για να τακτοποιηθούν παλιοί ανεξόφλητοι λογαριασμοί.
Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων είναι και πάλι ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο νικημένος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Σοφότερος όμως τώρα, και με την πολιτική καθοδήγηση του μεγάλου Ελευθέριου Βενιζέλου, ηγείται ενός στρατού καλά οργανωμένου, καλά εφοδιασμένου με σύγχρονα όπλα και άφθονο υλικό, και με υψηλό φρόνημα. Μέσα σε τρία χρόνια από τη στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί, έχουν γίνει πραγματικά θαύματα στην Ελλάδα.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ.
Από το ίδιο εκείνο στρατηγείο του Τυρνάβου, που τόσο επαίσχυντα είχε εγκαταλείψει το 1897, ο Κωνσταντίνος δίνει εντολή στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του, υποστράτηγο Δαγκλή, να εκδώσει το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν:
«Τύρναβος, Παρασκευή 4 μ.μ. Πέντε μεραρχίαι διήλθον από πρωίας τα σύνορα, εισβαλούσαι άνευ σχεδόν αντιστάσεως εις το τουρκικόν έδαφος. Η Πρώτη μεραρχία έφθασε μέχρι τριών χιλιομέτρων βορείως της Τσαριτσαίνης, η Δευτέρα μέχρι της Σκόμπας, η Τρίτη μέχρι Δομενίκου, η Τετάρτη δι' Ελευθεροχωρίου, μέχρι Βλαχογιάννη και η Πέμπτη εν δευτέρα γραμμή μέχρι Ρεθωνίου».
Και ο δημοσιογράφος, που ακολουθεί τον ελληνικό στρατό στην εξόρμησή του, γράφει:
«Από της προηγουμένης ημέρας, μεθ' όλην την τηρουμένην αυστηροτάτην εχεμύθειαν υπό του Γεν. Επιτελείου, είχον πληροφορηθή ότι η προέλασις είχεν ορισθή διά την επαύριον. Πράγματι, περί το μεσονύκτιον, μου ανηγγέλθη εμπιστευτικώς ότι, την 2αν ώραν της πρωίας θα ανεκοινούτο εις τους Μεράρχους η διαταγή της προελάσεως. Και περί την 3ην ώραν της πρωίας, εισελθών εις άμαξαν, διηυθύνθην εις τον Τύρναβον. Καθ' όλον το διάστημα της μεταβάσεώς μου, συνήντων μακράς και ατελευτήτους σειράς εφοδιοπομπών... Η οδός κατελαμβάνετο υπό παντός είδους ζώων, ίππων, ημιόνων και όνων φορτωμένων με σάκκους άρτου, τυρού, με βαρέλια ελαιών, με βαρέλια πλήρη ύδατος, με κιβώτια φυσιγγίων, με παντοειδή εφόδια. Εν μέσω δε αυτών, ποίμνια βοών και προβάτων, καθώς και πλήρων αμαξών.
»Στον Τύρναβον, ο στρατός είχεν ήδη εξυπνήσει και πυρετωδώς προητοιμάζετο διά την προέλασιν. Ζωηροί και εύθυμοι οι άνδρες συνεπλήρουν τον καθαρισμόν του ιματισμού και του οπλισμού των, εδίπλωναν τα αντίσκηνα, και μετ' ολίγον εν αδιαπτώτω ευθυμία έτρωγον το συσσίτιόν των, επαναλαμβάνοντες εν μέσω ακρατήτου ενθουσιασμού την φράσιν, ην είπεν εις λοχαγός του πεζικού και ήτις είχε μεταδοθή ως αστραπή:
»―Η τελευταία κουραμάνα που τρώμε στη Θεσσαλία!
»―Διέρχομαι τας γραμμάς των στρατιωτών και μένω έκπληκτος προ του ενθέου ενθουσιασμού όστις κατέχει αυτούς. Η συγκίνησίς μου κορυφούται και δάκρυα χαράς αναβλύζουσιν εκ των οφθαλμών μου, εκ της πεποιθήσεως ήτις γεννάται παρ' εμοί, ότι αδύνατον τοιούτος στρατός να μη νικήση. Προχωρώ, και παρά την είσοδον παλαιού οικοδομήματος προχείρως επισκευασθέντος, διακρίνω υψηλόν κοντόν, και επ' αυτού ανεμίζον το σήμα του Αρχηγού, το οποίον επέπρωτο, μετά είκοσι μόλις ημέρας να εισέλθη θριαμβευτικόν εις την πρωτεύουσαν της Μακεδονίας... Συναντώ τον Μέραρχον της Α' Μεραρχίας κύριον Μανουσογιαννάκην, όστις μου λέγει:
»―Τους βλέπεις τους άνδρας αυτούς; Ή θα φθάσωσιν νικηφόροι εις Θεσσαλονίκην ή ουδείς εξ αυτών θα επανίδη την πατρίδα του. Δεν το λέγω αυτό ως αρχηγός των, αλλ' ως διερμηνεύς πιστός των αισθημάτων των».
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ.
Ο Ν. Σπανδωνής, ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι δεν γράφει ιστορία, αλλά χρονικά. Κι είναι ολοζώντανος ο τρόπος που τα γράφει. Μας δίνει δε άφθονα στοιχεία για τον ελληνικό στρατό. Τη Μακεδονική Στρατιά, μας λέει, την αποτελούσαν επτά μεραρχίες με διοικητές τους υποστράτηγους Εμμ. Μανουσογιαννάκη (Α'), Κ. Καλλάρη (Β'), Κ. Δαμιανό (Γ'), Κ. Μοσχόπουλο (Δ') και τους συνταγματάρχες Δ. Ματθαιόπουλο (Ε'), Κ. Μηλιώτη-Κομνηνό (ΣΤ') και Κλεομένη Κλεομένους (Ζ'). Κι ακόμη, ένα ανεξάρτητο σώμα υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη του Μηχανικού Στεφάνου Γεννάδη, μια ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού, υπό τον υποστράτηγο εν εφεδρεία Αλέξανδρο Σούτσο, και το Σώμα των Γεφυροποιών. Και παραθέτει με λεπτομέρειες τα πορτραίτα όλων των διοικητών.
Όσον αφορά τον ελληνικό στόλο, που είχε αναλάβει το έργο τού από θαλάσσης αποκλεισμού της Τουρκίας, καθώς μόνο η χώρα μας διέθετε στόλο, αυτός κατάφερε ώστε «ούτε ένα καρφί κατά την κοινήν έκφρασιν ηδυνήθη να προμηθευθή η Τουρκία εκ του εξωτερικού και διά του Αιγαίου μετά τον έκπλουν του ελληνικού στόλου... Αι δε νίκαι του έδωκαν μεγάλην κλίσιν εις την πλάστιγγα εφ' ης κρίνονται τα πράγματα του πολέμου δι' όλους τους Συμμάχους».
Τα πλοία που απάρτιζαν τον ελληνικό στόλο στους Βαλκανικούς Πολέμους, η «παρούσα κατάστασις του στόλου μας» κατά τον Ν. Σπανδωνή, ήταν:
Τέσσερα θωρηκτά: («Αβέρωφ», 10.000 τόνων, με μήκος 130 μέτρα και οπλισμό 4 πυροβόλα των 234 χλστ., 8 των 190 χλστ. 16 ταχυβόλα των 75 χλστ. και 3 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45 ε/μ. «Ψαρά», «Ύδρα», και «Σπέτσες» των 4.700 τόνων, με μήκος 101 μέτρα και οπλισμό 3 πυροβόλα των 27 χλστ., 8 ταχυβόλα των 65 χλστ. και 5 των 150 χλστ.).
Δεκατέσσερα αντιτορπιλικά: (Τέσσερα μεγάλα αντιτορπιλικά ανοικτής θαλάσσης, μόλις ναυπηγημένα στην Αγγλία, με τα ονόματα «Λέων», «Πάνθηρ», «Αετός» και «Ιέραξ» ―τα τέσσερα «θηρία»― με εκτόπισμα 1.055 τόνους, μήκος 98 μέτρα, ταχύτατα για την εποχή ―32 μίλια την ώρα― με πετρελαιομηχανές και ασύρματο μεγάλης εμβέλειας, 4 τορπιλοβλητικούς σωλήνες και 4 ταχυβόλα των 102 χλστ. Κι ακόμη: «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός», ναυπηγημένα στο Βούλκαν, με εκτόπισμα 570 τόνους, μήκος 71 μέτρα και οπλισμό 4 ταχυβόλα των 88 χλστ. και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45 ε/μ «Νίκη», «Δόξα», «Βέλος», «Ασπίς», γερμανικής κατασκευής, με εκτόπισμα 355 τόνους, μήκος 67,5 μέτρα και οπλισμό 2 ταχυβόλα των 76 χλστ. και 4 των 57 χλστ., καθώς και δύο τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45. «Θύελλα», «Ναυκρατούσα», «Λόγχη», «Σφενδόνη», αγγλικής κατασκευής, με εκτόπισμα 355 τόνους, μήκος 67 μέτρα και οπλισμό 2 ταχυβόλα των 76 και 4 των 57, και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45).
Πέντε τορπιλοβόλα (Νο 11, Νο 12, Νο 14, Νο 15 και Νο 16 των 85 τόνων, μήκους 36 μέτρων και εξοπλισμένα με 3 τορπιλοβλήτες των 356 χλστ. και ένα διπλό μυδραλιοβόλο των 37 χλστ.).
Ένα «καταδυόμενον», («Δελφίν», με εκτόπισμα 310 τόνους, μήκος 49,5 μέτρα και εξοπλισμένο με 5 τορπιλοβλητικούς σωλήνες).
Δύο «ατμοβάριδες» (μεγάλες κανονιοφόρους, με τα ονόματα «Άκτιον» και «Αμβρακία», 450 τόνων, με μήκος 38,5 μέτρα και οπλισμό 1 ταχυβόλο των 15 εκ. και 3 των 76 χλστ.).
Τέσσερις κανονιοφόρους (Α, Β, Γ, Δ, με εκτόπισμα 54 τόνους και εξοπλισμένες με ένα ταχυβόλο των 10 εκ.).
Τέσσερις «ατμομυοδρόμωνες» (πλοία με τρία κατάρτια και ατμομηχανή, ταχύτατα και με εξαιρετικά ναυπηγικά χαρακτηριστικά, τα «Αλφειός», «Πηνειός», «Αχελώος» και «Ευρώτας», με εκτόπισμα 420 τόνους, μήκος 40 μέτρα και οπλισμό 2 πυροβόλα των 76 χλστ.).
Ένα τορπιλοφόρο («Κανάρης», εκτόπισμα 870 τόνοι, μήκος 70 μέτρα, εξοπλισμένο με τορπίλες και 2 πυροβόλα των 12 εκ.).
Δύο οπλιταγωγά («Κρήτη», 600 τόνων, μήκους 63 μέτρων, και «Σφακτηρία», 1000 τόνων, μήκους 63 μέτρων, με οπλισμό 2 μυδραλιοβόλα των 37 χλστ.). Οι ελληνικές δυνάμεις πλουτίστηκαν και με ένα ακόμη αντιτορπιλικό ανοικτής θαλάσσης, λάφυρο από τους Τούρκους, που καταλήφθηκε στον κόλπο της Άρτας,
καθώς και ένα τουρκικό αεροπλάνο. Στις πτήσεις μ' αυτό, σκοτώθηκαν οι δύο πρώτοι πιλότοι της ελληνικής αεροπορίας Εμμ. Αργυρόπουλος και Κ. Μάνος.
ΕΝΑ ΝΤΟΥΚΟΥΜΕΝΤΟ.
Τη δράση του ελληνικού στρατού στον A' Bαλκανικό Πόλεμο, ο συγγραφέας του "Πανοράματος" τη χωρίζει σε επτά αυτοτελείς αλλά προς τον ίδιο σκοπό, εννοείται, κατατείνουσες εκστρατείες, που καταδεικνύουν «τον στρατηγικόν νουν του Διαδόχου».
Oι εκστρατείες αυτές, κατά τον N. Σπανδωνή, είναι οι εξής:
«. H δι' Eλασσώνος προς εκπόρθησιν των στενών του Σαρανταπόρου.
». H διάβασις του Aλιάκμονος και η πέραν αυτού αναζήτησις του εχθρού.
». H δι' Eλασσώνος προς εκπόρθησιν των στενών της Πέτρας και κατάληψιν του ποταμού Kαρά-Aσμάκ.
». H εκστρατεία της Hπείρου.
». H κατά της Γιαννιτσάς, σκοπούσα την κατάληψιν των προς Θεσσαλονίκην οδών.
». H κατά της Θεσσαλονίκης προέλασις.
». H προς απόκρουσιν του φεύγοντος τουρκικού στρατού προς Nότον της Mακεδονίας».
Eδώ, θα παραθέσουμε ένα συναρπαστικό ντοκουμέντο: Tην ιδιόχειρη, γραφικότατη έκθεση που υπέβαλε ο Kωνσταντίνος στο Yπουργείο Στρατιωτικών στις 3 Mαρτίου για την κατάληψη των Iωαννίνων.
Γράφει λοιπόν ο αρχιστράτηγος:
«Tο φρούριον των Iωαννίνων αποτελεί μέγα κεχαρακωμένον στρατόπεδον περιμέτρου ως έγγιστα 50 χιλιομέτρων.
»Tην περίμετρον τούτου αποτελούσιν υψώματα φύσει οχυρά και κατά το πλείστον απόκρημνα, εφ' ων επικάθηνται συγκροτήματα πυροβολείων και χαρακωμάτων πεζικού, αποκλείοντα πάσας τας εκ των έξωθεν προς τα Iωάννινα αγούσας οδούς και υποστηριζόμενα αμοιβαίως.
»Tα ισχυρότερα και πολυπληθέστερα των συγκροτημάτων τούτων ευρίσκονται επί των υψωμάτων Mπιζανίου του νοτίου μετώπου, φράττουσι δε ταύτα την εκ Πρεβέζης προς τα Iωάννινα οδόν. Tο αμέσως μετά το Mπιζάνι ισχυρότερον μέτωπον είναι το ανατολικόν, από της λίμνης των Iωαννίνων μέχρι των Σεργιανών.
»H επίθεσις της 7ης Iανουαρίου ήγαγε το ημέτερον στράτευμα εγγύτατα προς το νότιον και εν μέρει προς το ανατολικόν μέτωπον... H λεπτομερής μελέτη του νοτίου και ανατολικού μετώπου Mπιζανίου-Kαστρίτσας, ήγαγεν εις το συμπέρασμα ότι τα μέτωπα ταύτα δεν ήσαν απόρθητα, αλλ' ότι η εκπόρθησίς των θ' απήτει μεγάλας θυσίας. Aπεφάσισα όθεν όπως επιχειρήσω αιφνιδιαστικήν επίθεσιν κατά του δυτικού μετώπου του φρουρίου, όπερ, καίτοι φύσει εξ ίσου οχυρόν εφυλάσσετο ασθενέστερον, η δε επαγρύπνησις του εχθρού προς το μέρος εκείνο ήτο χαλαρωτέρα».
Στη συνέχεια, ο Kωνσταντίνος περιγράφει τις προπαρασκευαστικές κινήσεις που αποφάσισε να κάνει, για να παραπλανήσει τον εχθρό και να προετοιμάσει τις δυνάμεις του. Kαι συνεχίζει:
«Πράγματι, κατωρθώθη ώστε άπασαι αι προπαρασκευαστικαί αύται κινήσεις να εκτελεσθώσιν εν μεγίστη μυστικότητι παρ' όλην την επικρατήσασαν σφοδράν χιονοθύελλαν και το δύσβατον του εδάφους, μετ' ακριβείας και τάξεως υποδειγματικής. Oύτω κατώρθωσα να συγκεντρώσω από της 17 μέχρι της εσπέρας της 19ης Φεβρουαρίου εις το αριστερόν μου δύναμιν εξ 23 ταγμάτων και 6 ορειβατικών πυροβολαρχιών, ην κατένειμα εις φάλαγγας υπό την ανωτέραν διοίκησιν του υποστρατήγου Mοσχοπούλου... Eνώ εξετελείτο η κίνησις αύτη διέταξα από της πρωίας της 19ης και όπως ... απασχολήσω τον εχθρόν, σφοδρόν πυροβολισμόν διά πασών των πυροβολαρχιών, κατά τε του νοτίου και ανατολικού μετώπου εν συνδυασμώ μετά πυρών Πεζικού, άτινα εσκόπουν να προκαλέσωσι τον εχθρόν να καταλάβη θέσεις μάχης... Tο τοιούτον επετεύχθη πράγματι.
»Την επομένην, 20 Φεβρουαρίου, διέταξα γενικήν επίθεσιν. Το μεν δεξιόν έδει να εκτελέση αγώνα κατατριβής προχωρούν βραδέως... το κέντρον έδει ν' απασχολή τον εχθρόν, το δε αριστερόν έδει να εκτελέση αιφνιδιαστικώς κατά του δυτικού μετώπου επίθεσιν προς διάσπασιν αυτού. Το πυροβολικόν έδει να εξακολουθήση σφοδρότερον βομβαρδισμόν. Πάντα τα διαταχθέντα εξετελέσθησαν ακριβέστατα... Περί την τρίτην εσπερινήν πυκναί εχθρικαί φάλαγγες κατήρχοντο εξ όλων των υψωμάτων του δυτικού μετώπου προς την πεδιάδα καταδιωκόμεναι κατά πόδας υπό των ημετέρων. Απόπειρα του εχθρού προς συνάθροισιν... εματαιώθη υπό των πυρών του ημετέρου ορειβατικού πυροβολικού όπερ διεσκόρπισεν αυτούς μετά πολλών απωλειών και τους ηνάγκασε να φύγωσιν ατάκτως προς τα Ιωάννινα.
»Ολίγον προ της εσπέρας οι εύζωνοι ημών έτασσον προφυλακάς 500 μέτρα προ της πόλεως των Ιωαννίνων, απέκοπτον την τηλεφωνικήν επικοινωνίαν του Μπιζανίου μετά της πόλεως και απέκλειον τελείως την μεταξύ τούτου και εκείνης συγκοινωνίαν... Προ της τοιαύτης τακτικής καταστάσεως, ο αρχιστράτηγος των τουρκικών στρατευμάτων βλέπων το μάταιον και άσκοπον προς περαιτέρω αντίστασιν, έστειλε προς με απεσταλμένους, προτείνων παράδοσιν του τε φρουρίου και στρατού άνευ όρων... Η παράδοσις ήρξατο περί την αυγήν».
Στις 22 Φεβρουαρίου, ο ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στα Ιωάννινα. Η υποδοχή, που έγινε σ' αυτόν και στον διάδοχο, ήταν αποθεωτική. Δεκαπέντε περίπου χιλιάδες άνθρωποι, συγκινημένοι, κλαίγοντας, με ακράτητο ενθουσιασμό, ακολουθούσαν τον Κωνσταντίνο στους δρόμους της πόλης. Ο κόσμος φιλούσε τα χέρια των αξιωματικών, ασπαζόταν τους οπλίτες, ζητωκραύγαζε τον Βενιζέλο, αποθέωνε τον διάδοχο.
448 χιλιόμετρα σε 34 ημέρες
Όσον αφορά την εκστρατεία της Μακεδονίας, το «Πανόραμα» περιέχει δύο ιδιαίτερα διαφωτιστικές εκθέσεις του συνταγματάρχη Δούσμανη, μέλους του Γενικού Επιτελείου του Κωνσταντίνου.
Στη μία, ο Δούσμανης αναφέρει ότι ο ελληνικός στρατός, που στην αρχή της εκστρατείας τον αποτελούσαν 62.000 άνδρες μόνο, διέτρεξε 448 χιλιόμετρα ―από τη Λάρισα ως τη Φλώρινα― μέσα σε 34 ημέρες, ανάμεσα από βουνά και ελώδεις πεδιάδες και κάτω από αδιάκοπη σχεδόν βροχή.
Το κέντρο του στρατού έδωσε και κέρδισε μάχες στην Ελασσόνα, στον Σαραντάπορο, στον Τριπόταμο, στα Γιαννιτσά. Και η αριστερή του πτέρυγα στην Κατερίνη, στη Δεσκάτη, στους Λαζαράδες, στο Αλπάνκιοϊ, στο Σόροβιτς και στην Μπάνιτσα και τέσσερις ακόμη μάχες κατά την πορεία του προς το Μοναστήρι. Αποτέλεσμα των μαχών αυτών ήταν η σύλληψη 35.000 αιχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένου και του Τούρκου αρχιστράτηγου. Συνολικά, έπεσαν στα ελληνικά χέρια εκατό τηλεβόλα και 70.000 τουφέκια. Και μετά την τελευταία μάχη, ο ελληνικός στρατός περικύκλωσε τον τουρκικό μπροστά από τη Θεσσαλονίκη, πράγμα που ανάγκασε τον γενικό διοικητή του, Ταξίν Πασά, να υπογράψει την παράδοση της πρωτεύουσας της Μακεδονίας στον αρχηγό του ελληνικού στρατού.
Στη δεύτερη έκθεσή του, ο Δούσμανης μιλάει για την προέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Φλώρινα, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, που έγινε μέσα σε αναρίθμητες φυσικές και στρατηγικές δυσκολίες. Τέσσερις πολύνεκρες μάχες έγιναν για να εκπορθηθούν τα στενά του Κομάνο, του Οστρόβου, του Κερλί-Δερβέν και του Γκορνίτσεβου. Η προσέγγιση του ελληνικού στρατού έκανε τους Τούρκους να εκκενώσουν το Μοναστήρι - κι αυτό εξηγεί το γιατί οι Σέρβοι, που κατέλαβαν τελικά την πόλη, συνέλαβαν ελάχιστους αιχμαλώτους.
Ο τουρκικός στρατός, συνεχίζει η έκθεση, συγκεντρώθηκε στη Φλώρινα, για να εξασφαλίσει την υποχώρηση των δυνάμεών του και ελπίζοντας να έχει σε ένα μέτωπο και τους δύο συμμαχικούς στρατούς. Αλλά όταν μετά τις καταστροφές που υπέστη στο Κερλί-Δερβέν και το Γκορνίτσεβο η ηγεσία του εννόησε ότι ο ελληνικός στρατός διέθετε πέντε μεραρχίες κι όχι δύο όπως νόμιζε, καταλήφθηκε από πανικό, και οι Τούρκοι εγκατέλειψαν άτακτα τη Φλώρινα. Το ελληνικό ιππικό τους κατεδίωξε απεινώς, και συνέλαβε 3.000 αιχμαλώτους και είκοσι τηλεβόλα.
Ο δεύτερος πόλεμος
Μετά την οριστική λήξη των εχθροπραξιών με τους Τούρκους, κανονίστηκαν τα σημεία που κατείχαν οι στρατοί Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας ωσότου γίνει η οριστική διευθέτηση των συνόρων. Από την πρώτη στιγμή, όμως, η Βουλγαρία επέδειξε μεγάλη απληστία, ζητώντας να καρπωθεί όσο γινόταν μεγαλύτερα οφέλη σε βάρος των συμμάχων της. Και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, παρατηρήθηκε ύποπτη συγκέντρωση στρατευμάτων απέναντι στην ελληνική παράταξη. Συγκέντρωση τέτοια, που να απειλεί να επιφέρει ρήξη από στιγμή σε στιγμή.
Και πραγματικά, από τις 24 Απριλίου άρχισαν επιθέσεις Βουλγάρων κατά των ελληνικών θέσεων. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε εντονότατες διαμαρτυρίες προς τη βουλγαρική, και στις 9 Μαΐου ο βασιλιάς πια, Κωνσταντίνος, (ο Γεώργιος είχε δολοφονηθεί στις 5 Μαρτίου) έφυγε εσπευσμένα από την Αθήνα με το αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» και πήγε στη Θεσσαλονίκη, για να βρίσκεται στον τόπο όπου συνέβαιναν τα έκτροπα. Και με τη μεσολάβηση του πρίγκιπα Νικολάου, που ήταν μαιτρ στις μυστικές συνεννοήσεις, Αθήνα και Βελιγράδι ήρθαν σε συμφωνία για κοινή στάση απέναντι των Βουλγάρων.
Στις 16 Ιουνίου 1913, ο βουλγαρικός στρατός, ακολουθώντας προδιαγεγραμμένο σχέδιο, προήλασε απ' όλα τα σημεία προς τις απέναντί του ελληνικές και σερβικές θέσεις. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος είχε αρχίσει.
Την ίδια μέρα, ο στρατηγός Καλλάρης κάλεσε τους Βουλγάρους που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη να παραδοθούν στον ελληνικό στρατό. Τους δόθηκαν δύο διαδοχικές προθεσμίες, για να μη γίνουν καταστροφές στην πόλη, και ύστερα διατάχθηκε γενική επίθεση σε όλα τα σημεία που κατείχαν οι Βούλγαροι. Η επίθεση άρχισε στις 6.55 το απόγευμα, και τελείωσε στις 6.55 το πρωί της άλλης μέρας. Και ο Ν. Σπανδωνής, αυτόπτης μάρτυρας, γράφει στο «Πανόραμα»:
«Κατά την δωδεκάωρον αυτήν μάχην, πρωτοφανή μέσα εις τας οδούς πόλεως, 52 Έλληνες στρατιώται και αξιωματικοί επλήρωσαν διά της ζωής των την ολοσχερή απαλλαγήν της Θεσσαλονίκης από την βουλγαρικήν αυθαιρεσίαν. Τριακόσιοι δε υπήρξαν οι φονευθέντες Βούλγαροι. Εις την ακμήν της μάχης αυτής, έφθασεν επιτόπου ο Γενικός Διοικητής (Μακεδονίας) κ. Στέφανος Δραγούμης.
»―Με υποδέχεσθε, βλέπω, με όλας τας τιμάς είπεν εις τον κ. Ρακτιβάν (πολιτικό διοικητή Θεσσαλονίκης) υπονοών τους κανονιοβολισμούς οι οποίοι εξηκολούθουν ραγδαίοι.
»Και ο κ. Ρακτιβάν απήντησεν όπως απαντούν κατά την αλλαγήν της φρουράς:
»―Κύριε Γενικέ Διοικητά, σας παραδίδω την πόλιν καθαράν.
»Οι χίλιοι διακόσιοι Βούλγαροι, οι οποίοι επερίμεναν κατά τας διαβεβαιώσεις του στρατηγού Χασαπτσήεφ ότι η Θεσσαλονίκη την επομένην θα ήτο βουλγαρική, συνελήφθησαν και επιβιβάσθησαν εις τα πλοία διά να μετακομισθούν εις τον Πειραιά και εκείθεν εις το μέρος το οποίον θα ώριζεν η ελληνική κυβέρνησις».
Μετά την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης, ολόκληρος ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να προελάσει κατά των Βουλγάρων, και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έσπευσε στη Μούλτζα, για να διευθύνει αυτοπροσώπως από εκεί τις επιχειρήσεις. Και το «Πανόραμα» μας λέει:
«Ο Βασιλεύς καλέσας πλησίον του τους σωματάρχας τούς απεχαιρέτισε δι' ολίγων θερμών λέξεων.
»―Αρχίζει, είπε, άμιλλα θανάτου. Πολλούς εξ υμών ίσως δεν τους ίδω πλέον. Αλλ' αυτή είναι η απαίτησις της πατρίδος.
»―Ζήτω η Πατρίς! Ζήτω ο Βασιλεύς! απήντησαν οι σωματάρχαι ξιφουλκήσαντες.
»Και η προέλασις ήρχισε ταυτοχρόνως από τρία σημεία».
Ακολούθησαν οι νικηφόρες για τα ελληνικά όπλα μάχες του Λαχανά, της Λυγκόβανης, τους Κιλκίς, της Δοϊράνης, της Στρώμνιτσας, κι ο στρατός μας κατέλαβε την Καβάλα και το Δεδέαγατς (Αδριανούπολη). Και όλα αυτά μέσα σε δέκα μέρες. Ακολούθησαν η κατάληψη της Δράμας και των Σερρών, του Νευροκοπίου και του Πετσόβου, ο θρίαμβος της μάχης στο Σιμιτλή, οι νίκες της Τζουμαγιάς, η εγκατάλειψη από τους Βουλγάρους της Ξάνθης.
Ο ελληνικός στρατός, όμως, είχε φτάσει πια στα όρια των δυνάμεών του. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, αρνιόταν να το αποδεχτεί, παρά τις επανειλημμένες προτροπές του Βενιζέλου για σύναψη ανακωχής. Τελικά, αναγκάστηκε να ζητήσει ο ίδιος από τον πρωθυπουργό του να δεχτεί τη μεσολάβηση της Ρουμανίας για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Κι έτσι, στις 17 Ιουλίου υπογράφηκε στο Βουκουρέστι πενθήμερη ανακωχή, και δέκα μέρες αργότερα το πρωτόκολλο που καθόριζε τα όρια της νέας Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Και διαβάζουμε στο «Πανόραμα»:
«Ο ελληνικός στρατός δεν έδρεψεν όλους τους καρπούς των θυσιών του. Μέρος της καταληφθείσης βορειοδυτικής Μακεδονίας επανήρχετο εις τους Βουλγάρους και η Ελλάς προς νότον έπρεπε να περιορισθή εις την δυτικήν πλευράν του Νέστου με μικρόν μέρος της ανατολικής.
»Αλλ' αι θυσίαι αύται επεβλήθησαν υπό των ισχυρών και η Ελλάς έπρεπε να υποκύψη».-
.
6.6.09
ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΑΧΑΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ.
www.vathi.org
ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΑΧΑΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ.
Ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς αρχηγούς και ήρωες της σαμιακής επανάστασης του 1821. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Φώκος. Το «Λαχανάς» ήταν παρωνύμιο, αλλά επεκράτησε του πραγματικού επωνύμου. Ο Καπετάν Κωσταντής Λαχανάς γεννήθηκε στο Πάνω Βαθύ το 1769. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Φώκος και η Κυριακή. Μικρός υιοθετήθηκε από τον θείο του Γιακουμή.
Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη θάλασσα και έγινε πλοίαρχος, ταξιδεύοντας αρχικά στα παράλια της Μικράς Ασίας. Αργότερα τα ταξίδια του έφτασαν μέχρι τη Συρία, τη Βόρειο Αφρική, τον Εύξεινο Πόντο και την Ιταλία.
Το 1798 ενόσω βρισκόταν στην Αίγυπτο κατετάγη στην Ελληνική Λεγεώνα του Ναπολέοντα και έλαβε μέρος στις μάχες που δόθηκαν εκεί από γαλλικά στρατεύματα. Μετά την αναχώρηση του Ναπολέοντα από την Αίγυπτο ο Λαχανάς επανήλθε στη Σάμο και έλαβε μέρος στους αγώνες για την κατάκτηση της προυχοντικής εξουσίας, αφού τάχθηκε στο πλευρό της παράταξης των Καρμανιόλων, που επεδίωκαν την κατάργηση των παλαιών προεστών και τη διαφάνεια στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών του νησιού. (1806-1812).
Το 1812, όταν οι αντίπαλοι των Καρμανιόλων, οι Καλικάντζαροι, επικράτησαν στον Κοινό της Σάμου ο Κ. Λαχανάς καταδιώχθηκε και διέφυγε από το νησί για να σωθεί. Κατά τις περιπλανήσεις του έφτασε μέχρι Θεσσαλονίκη, συνδέθηκε δε με τον περιβόητο αρματωλό Νίκο Τζάρα, έγινε οπαδός του και πολέμησε μαζί του εναντίον των Τούρκων.
Ο Νικοτζάρας ναγνωρίζοντας την ανδρεία του Λαχανά τον έκαμε πρωτοπαλίκαρό του. Μετά τον θάνατο του Νικοτζάρα ο τότε νομάρχης Θεσσαλονίκης Μπεκίρ πασάς που υπήρξε παλιότερα βοεβόδας Σάμου τον διόρισε κυβερνήτη του εκεί σταθμεύοντος αυτοκρατορικού πάρωνος. Μετά την απόλυση του Μπεκίρ πασά, παραιτήθηκε και ο Λαχανάς και επέστρεψε στη Σάμο ασχολούμενος με το αρχικό του επάγγελμα κυβερνώντας το ιδιόκτητο πλοίο του «Πυθαγόρας».
Τον Φεβρουάριο του 1819 μυήθηκε από τον Γεράσιμο Σβορώνο στη Φιλική Εταιρεία. Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 21, ο Καπετάν Κωνσταντής υπήρξε ο πρώτος που συνήγειρε τους οπαδούς του και στις 18 Απριλίου 1821 κήρυξε την επανάσταση υψώνοντας τη σημαία στη θέση Πηγαδάκι Άνω Βαθέος, καλώντας όλους τους κατοίκους του Βαθέος να αγωνισθούν υπέρ της Πατρίδος. Στα τέλη Απριλίου 1821 έφτασε στη Σάμο ο Λογοθέτης Λυκούργος και ανέλαβε τη γενική αρχηγία του αγώνα στο νησί θέτοντας σε εφαρμογή το τοπικό πολίτευμα, τον «Στρατοπολιτικό Διοργανισμό της νήσου Σάμου». Ο Λυκούργος οργάνωσε την άμυνα του νησιού συγκροτώντας τέσσερις χιλιαρχίες στη μία των οποίων διόρισε τον Λαχανά χιλίαρχο. Υπό την ιδιότητά του αυτή υπεράσπισε το νησί και στις τρεις μεγάλες επιθέσεις που επιχείρησε ο τουρκικός στόλος το 1821, 1824, 1826 εναντίον της Σάμου.
Τον Ιούλιο του 1821 ο Λαχανάς εξασφάλισε την άμυνα των ανατολικών παραλίων και του λιμανιού του Βαθιού. Μετά την απόκρουση των Τούρκων επικεφαλής μικρού σώματος έβγαλε από τα βυθισμένα στη θάλασσα εχθρικά πλοία 33 τηλεβόλα, τα οποία μετέφερε στη Σάμο για την ενίσχυση της άμυνάς της. Στη συνέχεια εξεστράτευσε με άλλους 300 Σαμιώτες στη Μικρά Ασία όπου συνήψε μάχες και λαφυραγώγησε τουρκικές περιοχές απομακρύνοντας το ενδεχόμενο τουρκικής επίθεσης κατά της Σάμου. Το 1822 έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου. Μετά την αποτυχία αυτής της εκστρατείας και την καταστροφή της Χίου έλαβε μέρος σε ναυμαχία του ελληνικού στόλου κατά του τουρκικού έξω από τις Σπέτσες, όπου και ανδραγάθησε.
Τον Μάρτιο του 1823 επικεφαλής 600 ανδρών επέδραμε και πάλι κατά της Μικράς Ασίας λεηλατώντας τα παράλια από τη περιοχή του Τσαγίου μέχρι την Αλικαρνασσό. Στη Σάμο είχε έλθει σε αντίθεση με τον έπαρχο Κυριάκο Μώραλη ό οποίος τον συνέλαβε κατά προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων και τον φυλάκισε, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και να σωθεί. Το 1824 αντίπαλοι του Λαχανά, φυγάδες από τη Σάμο μαζί με άλλους Ψαριανούς αποβιβάσθηκαν κρυφά στη Σάμο με σκοπό να εξοντώσουν τον ίδιο και τους οπαδούς του. Πολιόρκησαν το σπίτι του στο Πάνω Βαθύ και το κατέστρεψαν, αλλά ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει και να αποκρούσει με επιτυχία την επιδρομή των φυγάδων.
Στην μεγάλη εκστρατεία του τουρκικού στόλου κατά της Σάμου το 1824 ο Λαχανάς είχε διορισθεί από την Γενική Συνέλευση Γενικός Καπετάνιος του εν Σάμω Ελληνικού Στρατού και υπεράσπισε το νησί από τις περιοχές Μεσοκάμπου – Μολαϊμβραήμ, απ’ όπου κανονιοβολούσε με επιτυχία τον τουρκικό στόλο που πολιορκούσε στενά τη Σάμο. Το 1825 επιχείρησε νέα επιδρομή κατά της Μικράς Ασίας. Την αυτή γενναιότητα έδειξε και το 1826 κατά εκστρατεία των Τούρκων εναντίον της Σάμου.
Το 1828, όταν στη Σάμο έφτασε ο Ιωάννης Κωλέτης ως Έκτακτος Επίτροπος Ανατολικών Σποράδων και καθ’ όλη τη διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου ο Λαχανάς διετέλεσε αρχηγός της Εκτελεστική Δυνάμεως. Στη διάρκεια της Ελευθέρας Πολιτείας Σάμου (1830-1834) διορίστηκε από τον Λογοθέτη Λυκούργο στρατιωτικός αρχηγός. Στο τετραετές αυτό διάστημα οι Σαμιώτες επεδίωκαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Αφού αυτό δεν είχε αίσιο τέλος και στη Σάμο επιβλήθηκε το ηγεμονικό καθεστώς ο Λαχανάς μαζί με τους υπόλοιπους αρχηγούς της σαμιακής επανάστασης και πλήθος Σαμίων επέλεξε την αυτοεξορία από το νησί κι έτσι το καλοκαίρι του 1834 μετανάστευσε στην ελεύθερη Ελλάδα. Μαζί του αναχώρησε και η οικογένειά του. Από το Καρλόβασι μετέβησαν στη Μύκονο και από εκεί στο Ναύπλιο. Για τους Σαμιώτες μετανάστες η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε μια περιοχή στην Χαλκίδα για να εγκατασταθούν.
Η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζοντας τους αγώνες του καπετάν Κωνσταντή Λαχανά τον διόρισε ταγματάρχη της Εθνοφυλακής με το ΒΔ 20/1834 και τον ετίμησε με τον Αργυρό Σταυρό του Αγώνος και το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.
Ο Καπετάν Λαχανάς πέθανε στην Χαλκίδα στις 19 Δεκεμβρίου 1842. Η γενέτειρά του τιμώντας τον έχει τοπθετήσει στη θέση Πηγαδάκι την προτομή του.
--------------------------------------------------------------------------------
1.Βασική πηγή για το βιογραφικό του σημείωμα το βιβλίο Βιογραφία του Σαμίου οπλαρχηγού Κωνσταντίνου Λαχανά υπό Ν. Σταματιάδου, Εν Σάμω 1906.
ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΑΧΑΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ.
Ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς αρχηγούς και ήρωες της σαμιακής επανάστασης του 1821. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Φώκος. Το «Λαχανάς» ήταν παρωνύμιο, αλλά επεκράτησε του πραγματικού επωνύμου. Ο Καπετάν Κωσταντής Λαχανάς γεννήθηκε στο Πάνω Βαθύ το 1769. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Φώκος και η Κυριακή. Μικρός υιοθετήθηκε από τον θείο του Γιακουμή.
Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη θάλασσα και έγινε πλοίαρχος, ταξιδεύοντας αρχικά στα παράλια της Μικράς Ασίας. Αργότερα τα ταξίδια του έφτασαν μέχρι τη Συρία, τη Βόρειο Αφρική, τον Εύξεινο Πόντο και την Ιταλία.
Το 1798 ενόσω βρισκόταν στην Αίγυπτο κατετάγη στην Ελληνική Λεγεώνα του Ναπολέοντα και έλαβε μέρος στις μάχες που δόθηκαν εκεί από γαλλικά στρατεύματα. Μετά την αναχώρηση του Ναπολέοντα από την Αίγυπτο ο Λαχανάς επανήλθε στη Σάμο και έλαβε μέρος στους αγώνες για την κατάκτηση της προυχοντικής εξουσίας, αφού τάχθηκε στο πλευρό της παράταξης των Καρμανιόλων, που επεδίωκαν την κατάργηση των παλαιών προεστών και τη διαφάνεια στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών του νησιού. (1806-1812).
Το 1812, όταν οι αντίπαλοι των Καρμανιόλων, οι Καλικάντζαροι, επικράτησαν στον Κοινό της Σάμου ο Κ. Λαχανάς καταδιώχθηκε και διέφυγε από το νησί για να σωθεί. Κατά τις περιπλανήσεις του έφτασε μέχρι Θεσσαλονίκη, συνδέθηκε δε με τον περιβόητο αρματωλό Νίκο Τζάρα, έγινε οπαδός του και πολέμησε μαζί του εναντίον των Τούρκων.
Ο Νικοτζάρας ναγνωρίζοντας την ανδρεία του Λαχανά τον έκαμε πρωτοπαλίκαρό του. Μετά τον θάνατο του Νικοτζάρα ο τότε νομάρχης Θεσσαλονίκης Μπεκίρ πασάς που υπήρξε παλιότερα βοεβόδας Σάμου τον διόρισε κυβερνήτη του εκεί σταθμεύοντος αυτοκρατορικού πάρωνος. Μετά την απόλυση του Μπεκίρ πασά, παραιτήθηκε και ο Λαχανάς και επέστρεψε στη Σάμο ασχολούμενος με το αρχικό του επάγγελμα κυβερνώντας το ιδιόκτητο πλοίο του «Πυθαγόρας».
Τον Φεβρουάριο του 1819 μυήθηκε από τον Γεράσιμο Σβορώνο στη Φιλική Εταιρεία. Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 21, ο Καπετάν Κωνσταντής υπήρξε ο πρώτος που συνήγειρε τους οπαδούς του και στις 18 Απριλίου 1821 κήρυξε την επανάσταση υψώνοντας τη σημαία στη θέση Πηγαδάκι Άνω Βαθέος, καλώντας όλους τους κατοίκους του Βαθέος να αγωνισθούν υπέρ της Πατρίδος. Στα τέλη Απριλίου 1821 έφτασε στη Σάμο ο Λογοθέτης Λυκούργος και ανέλαβε τη γενική αρχηγία του αγώνα στο νησί θέτοντας σε εφαρμογή το τοπικό πολίτευμα, τον «Στρατοπολιτικό Διοργανισμό της νήσου Σάμου». Ο Λυκούργος οργάνωσε την άμυνα του νησιού συγκροτώντας τέσσερις χιλιαρχίες στη μία των οποίων διόρισε τον Λαχανά χιλίαρχο. Υπό την ιδιότητά του αυτή υπεράσπισε το νησί και στις τρεις μεγάλες επιθέσεις που επιχείρησε ο τουρκικός στόλος το 1821, 1824, 1826 εναντίον της Σάμου.
Τον Ιούλιο του 1821 ο Λαχανάς εξασφάλισε την άμυνα των ανατολικών παραλίων και του λιμανιού του Βαθιού. Μετά την απόκρουση των Τούρκων επικεφαλής μικρού σώματος έβγαλε από τα βυθισμένα στη θάλασσα εχθρικά πλοία 33 τηλεβόλα, τα οποία μετέφερε στη Σάμο για την ενίσχυση της άμυνάς της. Στη συνέχεια εξεστράτευσε με άλλους 300 Σαμιώτες στη Μικρά Ασία όπου συνήψε μάχες και λαφυραγώγησε τουρκικές περιοχές απομακρύνοντας το ενδεχόμενο τουρκικής επίθεσης κατά της Σάμου. Το 1822 έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου. Μετά την αποτυχία αυτής της εκστρατείας και την καταστροφή της Χίου έλαβε μέρος σε ναυμαχία του ελληνικού στόλου κατά του τουρκικού έξω από τις Σπέτσες, όπου και ανδραγάθησε.
Τον Μάρτιο του 1823 επικεφαλής 600 ανδρών επέδραμε και πάλι κατά της Μικράς Ασίας λεηλατώντας τα παράλια από τη περιοχή του Τσαγίου μέχρι την Αλικαρνασσό. Στη Σάμο είχε έλθει σε αντίθεση με τον έπαρχο Κυριάκο Μώραλη ό οποίος τον συνέλαβε κατά προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων και τον φυλάκισε, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και να σωθεί. Το 1824 αντίπαλοι του Λαχανά, φυγάδες από τη Σάμο μαζί με άλλους Ψαριανούς αποβιβάσθηκαν κρυφά στη Σάμο με σκοπό να εξοντώσουν τον ίδιο και τους οπαδούς του. Πολιόρκησαν το σπίτι του στο Πάνω Βαθύ και το κατέστρεψαν, αλλά ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει και να αποκρούσει με επιτυχία την επιδρομή των φυγάδων.
Στην μεγάλη εκστρατεία του τουρκικού στόλου κατά της Σάμου το 1824 ο Λαχανάς είχε διορισθεί από την Γενική Συνέλευση Γενικός Καπετάνιος του εν Σάμω Ελληνικού Στρατού και υπεράσπισε το νησί από τις περιοχές Μεσοκάμπου – Μολαϊμβραήμ, απ’ όπου κανονιοβολούσε με επιτυχία τον τουρκικό στόλο που πολιορκούσε στενά τη Σάμο. Το 1825 επιχείρησε νέα επιδρομή κατά της Μικράς Ασίας. Την αυτή γενναιότητα έδειξε και το 1826 κατά εκστρατεία των Τούρκων εναντίον της Σάμου.
Το 1828, όταν στη Σάμο έφτασε ο Ιωάννης Κωλέτης ως Έκτακτος Επίτροπος Ανατολικών Σποράδων και καθ’ όλη τη διάρκεια της καποδιστριακής περιόδου ο Λαχανάς διετέλεσε αρχηγός της Εκτελεστική Δυνάμεως. Στη διάρκεια της Ελευθέρας Πολιτείας Σάμου (1830-1834) διορίστηκε από τον Λογοθέτη Λυκούργο στρατιωτικός αρχηγός. Στο τετραετές αυτό διάστημα οι Σαμιώτες επεδίωκαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Αφού αυτό δεν είχε αίσιο τέλος και στη Σάμο επιβλήθηκε το ηγεμονικό καθεστώς ο Λαχανάς μαζί με τους υπόλοιπους αρχηγούς της σαμιακής επανάστασης και πλήθος Σαμίων επέλεξε την αυτοεξορία από το νησί κι έτσι το καλοκαίρι του 1834 μετανάστευσε στην ελεύθερη Ελλάδα. Μαζί του αναχώρησε και η οικογένειά του. Από το Καρλόβασι μετέβησαν στη Μύκονο και από εκεί στο Ναύπλιο. Για τους Σαμιώτες μετανάστες η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε μια περιοχή στην Χαλκίδα για να εγκατασταθούν.
Η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζοντας τους αγώνες του καπετάν Κωνσταντή Λαχανά τον διόρισε ταγματάρχη της Εθνοφυλακής με το ΒΔ 20/1834 και τον ετίμησε με τον Αργυρό Σταυρό του Αγώνος και το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.
Ο Καπετάν Λαχανάς πέθανε στην Χαλκίδα στις 19 Δεκεμβρίου 1842. Η γενέτειρά του τιμώντας τον έχει τοπθετήσει στη θέση Πηγαδάκι την προτομή του.
--------------------------------------------------------------------------------
1.Βασική πηγή για το βιογραφικό του σημείωμα το βιβλίο Βιογραφία του Σαμίου οπλαρχηγού Κωνσταντίνου Λαχανά υπό Ν. Σταματιάδου, Εν Σάμω 1906.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΑΧΑΝΑ.
.
www.imma.edu.gr
1.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΟΨΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
2.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΟΨΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
3.
ΚΑΝΟΝΙΑ,ΣΤΟΝ ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
4.
ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
5.
ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
6.
ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
Διεύθυνση: 45ο χλμ. παλαιάς Εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Σερρών
Mέρες-Ώρες λειτουργίας: Κυριακή 9.00-13.00
Τιμή εισιτηρίου: Δωρεάν
Τηλ.: 2322022963 εσωτ.6202
Fax.:
E-mail:
URL:
Το στρατιωτικό μουσείο Λαχανά συγκαταλέγεται στα πιο παλιά στρατιωτικά μουσεία, καθώς λειτουργεί από το 1969. Βρίσκεται στο λόφο που έγινε η φονική μάχη του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Σκοπός της λειτουργίας του μουσείου είναι η υπενθύμιση στις νεότερες γενεές της σημασίας της μάχης για την τελική έκβαση του Β' Βαλκανικού Πολέμου.
Το μουσείο περιέχει κυρίως αναμνηστικά και κειμήλια των μονάδων του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού, που έλαβαν μέρος στη μάχη του Λαχανά. Πρόκειται για πυροβόλα (βουλγαρικά τυφέκια Μάνλιχερ 8 χιλ., ελληνικά τυφέκια 6,5 χιλ. του ιδίου τύπου, οπλοπολυβόλα, πολυβόλα, οβίδες, λόγχες, περίστροφα, ξίφη και ξιφολόγχες) του ελληνικού και βουλγαρικού στρατού και στολές Ελλήνων αξιωματικών του 1913. Το σημαντικότερο έκθεμα είναι η αιματοβαμμένη στολή του συνταγματάρχη πεζικού Ιωάννη Παπακυριαζή, που έπεσε στη μάχη του Λαχανά. Επίσης φυλάσσονται και εκτίθενται τέσσερις πίνακες του ζωγράφου Κενάν Μεσσαρέ, γιου και υπασπιστού του Χασάν Ταχσίν πασά, που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. Απεικονίζουν στιγμές από τη μάχη του Λαχανά στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Τέλος στο εσωτερικό υπάρχει οπτικοαακουστικό σύστημα που επιτρέπει στον επισκέπτη να παρακολουθήσει τις κινήσεις των μονάδων και τις συγκρούσεις του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού.
Στο προαύλιο υπάρχουν 3 πυροβόλα του βουλγαρικού στρατού, ένα των 12 εκατοστών, ένα 5 εκατοστών και ένα εμπροσθογεμές παλαιότερου τύπου.-
.
www.imma.edu.gr
1.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΟΨΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
2.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΟΨΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
3.
ΚΑΝΟΝΙΑ,ΣΤΟΝ ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
4.
ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
5.
ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
6.
ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΑΧΑΝΑ.-
Διεύθυνση: 45ο χλμ. παλαιάς Εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Σερρών
Mέρες-Ώρες λειτουργίας: Κυριακή 9.00-13.00
Τιμή εισιτηρίου: Δωρεάν
Τηλ.: 2322022963 εσωτ.6202
Fax.:
E-mail:
URL:
Το στρατιωτικό μουσείο Λαχανά συγκαταλέγεται στα πιο παλιά στρατιωτικά μουσεία, καθώς λειτουργεί από το 1969. Βρίσκεται στο λόφο που έγινε η φονική μάχη του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Σκοπός της λειτουργίας του μουσείου είναι η υπενθύμιση στις νεότερες γενεές της σημασίας της μάχης για την τελική έκβαση του Β' Βαλκανικού Πολέμου.
Το μουσείο περιέχει κυρίως αναμνηστικά και κειμήλια των μονάδων του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού, που έλαβαν μέρος στη μάχη του Λαχανά. Πρόκειται για πυροβόλα (βουλγαρικά τυφέκια Μάνλιχερ 8 χιλ., ελληνικά τυφέκια 6,5 χιλ. του ιδίου τύπου, οπλοπολυβόλα, πολυβόλα, οβίδες, λόγχες, περίστροφα, ξίφη και ξιφολόγχες) του ελληνικού και βουλγαρικού στρατού και στολές Ελλήνων αξιωματικών του 1913. Το σημαντικότερο έκθεμα είναι η αιματοβαμμένη στολή του συνταγματάρχη πεζικού Ιωάννη Παπακυριαζή, που έπεσε στη μάχη του Λαχανά. Επίσης φυλάσσονται και εκτίθενται τέσσερις πίνακες του ζωγράφου Κενάν Μεσσαρέ, γιου και υπασπιστού του Χασάν Ταχσίν πασά, που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. Απεικονίζουν στιγμές από τη μάχη του Λαχανά στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Τέλος στο εσωτερικό υπάρχει οπτικοαακουστικό σύστημα που επιτρέπει στον επισκέπτη να παρακολουθήσει τις κινήσεις των μονάδων και τις συγκρούσεις του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού.
Στο προαύλιο υπάρχουν 3 πυροβόλα του βουλγαρικού στρατού, ένα των 12 εκατοστών, ένα 5 εκατοστών και ένα εμπροσθογεμές παλαιότερου τύπου.-
.
5.6.09
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΠΕΖΙΚΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΠΕΖΙΚΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΖΗΣ 1857 – 1913
Ο Ιωάννης Παπακυριαζής, από την Υπάτη Νομού Φθιώτιδας, ανήκει στη γενιά των αξιωματικών εκείνων, που κατά τη διάρκεια των Πολέμων 1912 – 13 διπλασίασαν και λάμπρυναν την Ελλάδα.
Υπολοχαγός στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο το 1897, διακρίνεται ως Διοικητής λόχου στη μάχη του Δομοκού. Το 1911 ως διοικητής του 3ου Συντάγματος Πεζικού διακρίνεται στα μεγάλα συμμαχικά γυμνάσια και αποσπά τα συγχαρητήρια του στρατηγού Εντόυ, Αρχηγού της Γαλλικής Αποστολής.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους ως διοικητής του 4ου Συντάγματος Πεζικού, λαμβάνει μέρος στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, του Σαρανταπόρου και9 των Γιαννιτσών και εισέρχεται πρώτος με το Σύνταγμά του στη Θεσσαλονίκη. Στη μάχη του Μπιζανίου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, είναι συμπολεμιστής του άλλου μεγάλου ήρωα των Βαλκανικών Πολέμων και σύγγαβρό του, Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου.
Στη μεγάλη μάχη στα υψώματα του Λαχανά, που έκρινε την τύχη της Μακεδονίας την 21η Ιουνίου 1913, μετά από την αναγνώριση και εκτίμηση της τακτικής κατάστασης, εισηγείται» «Συντονισμένη επίθεση των δύο Μεραρχιών Ιης και ΙVης θέλει φέρει πτώση της θέσεως του εχθρού εντός ώρας». Η εισήγησή του, που υιοθετήθηκε από τους δύο Μεράρχους, κρίνει την έκβαση της μάχης.
Στο κρισιμότερο σημείο της μάχης αυτής και για να ενθαρρύνει τους αξιωματικούς και στρατιώτες του προηγείται φωνάζοντας «Εμπρός παιδιά μου και τους φάγαμε!». Και ακολουθούμενος από ενθουσιασθέντες στρατιώτες επιτίθεται ακάθεκτος κατά των αμυνομένων Βουλγάρων. Η απροσδόκητη και μανιώδης αυτή επίθεση των Ελλήνων κλόνισε το ηθικόν του εχθρού και ανάγκασε αυτόν να υποχωρήσει ατάκτως, αλλά ο ηρωικός Συνταγματάρχης, βαλλόμενος από εχθρικές σφαίρες στην καρδιά, πέφτει νεκρός και εισέρχεται έφιππος, όπως συνήθιζε να πορεύεται, να προελαύνει και να επιτίθεται, στην ιστορία και την αιωνιότητα.
Μετά την θριαμβευτική αυτή νίκη των Ελληνικών όπλων, ο Βασιλεύς και Αρχιστράτηγος των Ελλήνων Κωνσταντίνος μόλις πληροφορήθηκε τον ηρωικό αυτόν θάνατο του Συνταγματάρχη Παπακυριαζή, μετέβη στο πεδίον της μάχης και ασπάσθηκε τον τιμημένο νεκρό, δακρύζοντας για την απώλειάν του.
Σ.Σ.<Χ>: Την προτομή του ήρωα Ιωάννη Παπακυριαζή, θα βρείτε δεσπόζουσα στο μικρό πλακόστρωτο δρόμο που οδηγεί από τον ασφαλτόδρομο, στο μικρό λόφο του μνημείου της μάχης του Λαχανά.
Ο Ιωάννης Παπακυριαζής, από την Υπάτη Νομού Φθιώτιδας, ανήκει στη γενιά των αξιωματικών εκείνων, που κατά τη διάρκεια των Πολέμων 1912 – 13 διπλασίασαν και λάμπρυναν την Ελλάδα.
Υπολοχαγός στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο το 1897, διακρίνεται ως Διοικητής λόχου στη μάχη του Δομοκού. Το 1911 ως διοικητής του 3ου Συντάγματος Πεζικού διακρίνεται στα μεγάλα συμμαχικά γυμνάσια και αποσπά τα συγχαρητήρια του στρατηγού Εντόυ, Αρχηγού της Γαλλικής Αποστολής.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους ως διοικητής του 4ου Συντάγματος Πεζικού, λαμβάνει μέρος στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, του Σαρανταπόρου και9 των Γιαννιτσών και εισέρχεται πρώτος με το Σύνταγμά του στη Θεσσαλονίκη. Στη μάχη του Μπιζανίου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, είναι συμπολεμιστής του άλλου μεγάλου ήρωα των Βαλκανικών Πολέμων και σύγγαβρό του, Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου.
Στη μεγάλη μάχη στα υψώματα του Λαχανά, που έκρινε την τύχη της Μακεδονίας την 21η Ιουνίου 1913, μετά από την αναγνώριση και εκτίμηση της τακτικής κατάστασης, εισηγείται» «Συντονισμένη επίθεση των δύο Μεραρχιών Ιης και ΙVης θέλει φέρει πτώση της θέσεως του εχθρού εντός ώρας». Η εισήγησή του, που υιοθετήθηκε από τους δύο Μεράρχους, κρίνει την έκβαση της μάχης.
Στο κρισιμότερο σημείο της μάχης αυτής και για να ενθαρρύνει τους αξιωματικούς και στρατιώτες του προηγείται φωνάζοντας «Εμπρός παιδιά μου και τους φάγαμε!». Και ακολουθούμενος από ενθουσιασθέντες στρατιώτες επιτίθεται ακάθεκτος κατά των αμυνομένων Βουλγάρων. Η απροσδόκητη και μανιώδης αυτή επίθεση των Ελλήνων κλόνισε το ηθικόν του εχθρού και ανάγκασε αυτόν να υποχωρήσει ατάκτως, αλλά ο ηρωικός Συνταγματάρχης, βαλλόμενος από εχθρικές σφαίρες στην καρδιά, πέφτει νεκρός και εισέρχεται έφιππος, όπως συνήθιζε να πορεύεται, να προελαύνει και να επιτίθεται, στην ιστορία και την αιωνιότητα.
Μετά την θριαμβευτική αυτή νίκη των Ελληνικών όπλων, ο Βασιλεύς και Αρχιστράτηγος των Ελλήνων Κωνσταντίνος μόλις πληροφορήθηκε τον ηρωικό αυτόν θάνατο του Συνταγματάρχη Παπακυριαζή, μετέβη στο πεδίον της μάχης και ασπάσθηκε τον τιμημένο νεκρό, δακρύζοντας για την απώλειάν του.
Σ.Σ.<Χ>: Την προτομή του ήρωα Ιωάννη Παπακυριαζή, θα βρείτε δεσπόζουσα στο μικρό πλακόστρωτο δρόμο που οδηγεί από τον ασφαλτόδρομο, στο μικρό λόφο του μνημείου της μάχης του Λαχανά.
Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΙΛΚΙΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΛΑΧΑΝΑ.
ΝΑΥΣ – ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΔΙΑΔΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
«Ἡ μάχη τοῦ Κιλκίς-Λαχανᾶ»
Ἡ σπουδαιότητα τῆς μάχης Κιλκίς-Λαχανᾶ (19-21 Ἰουνίου 1913), ἡ ὁποία ἔκλεισε τὸν
Β΄ Βαλκανικὸ πόλεμο, εἶναι πολὺ μεγάλη. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα γεγονότα
τοῦ προηγούμενου αἰῶνα, καθὼς ἐπαναπροσδιόρισε τὰ Β καὶ Α ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους,
ποῦ ἕως τότε περιορίζονταν μέχρι τὴν Θεσσαλία καὶ ἐπέτρεψε τὴν ἐνσωμάτωση στὸν ἐθνικὸ
κορμό, τῶν Ἑλλήνων τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, ἔπειτα ἀπὸ πέντε σχεδὸν αἰῶνες
τουρκικῆς κατοχῆς. Παράλληλα, καθιέρωσε τὴν Ἑλλάδα ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς κυριότερους
ῥυθμιστικοὺς παράγοντες τῶν βαλκανικῶν πραγμάτων καὶ ἀναίρεσε τὴν βουλγαρικὴ
προπαγάνδα, ποὺ ἦταν ἰδιαίτερα προβεβλημένη στὴν Εὐρώπη καὶ παρουσίαζε τὴν Βουλγαρία
ὡς τὸ ἰσχυρότερο κράτος τῆς περιοχῆς καὶ κύριο ὑπαίτιο τῶν ἐπιτυχιῶν τοῦ βαλκανικοῦ
συνασπισμοῦ (Ἑλλάς, Σερβία, Βουλγαρία) ἐναντίον τῆς Τουρκίας, κατὰ τὸν Α΄ Βαλκανικὸ
πόλεμο. Τὸ παρὸν ἄρθρο ἐπιχειρεῖ νὰ παρουσιάσει τὰ σημαντικότερα σημεῖα τῆς ἱστορικῆς
αὐτῆς μάχης, τῆς ὁποίας ἡ αντιπροσώπευση καὶ προβολὴ στὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια εἶναι
δυστυχῶς ἀντιστρόφως ἀνάλογη τῆς ἱστορικῆς τῆς σημασίας, ὅπως αὐτὴ σχολιάστηκε
παραπάνω.
Οἱ ἡμέρες λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐν λόγῳ μάχη χαρακτηρίζονταν ἀπὸ ἕνα κλίμα
ἀβεβαιότητας καὶ ἀνασφάλειας, ποῦ ὀφειλόταν κυρίως στὶς ἀπροκάλυπτα ἐχθρικὲς ἐνέργειες
τῶν Βουλγάρων, τόσο ἕναντι τῶν Ἑλλήνων ὅσο καὶ ἀπέναντι στοὺς Σέρβους˙ στόχος τῶν
Βουλγάρων ἦταν νὰ καταλάβουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα ἀπὸ τὰ διεκδικούμενα ἐδάφη,
πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναμενόμενη μεσολάβηση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Συγκεκριμένα, τὸ ἀπόγευμα
τῆς 16ης Ἱουνίου βουλγαρικὲς δυνάμεις ἐπιτέθηκαν ἐναντίον ἑλληνικῶν μονάδων προκαλύψεως
στὶς Ἐλευθερές, στὴ Νιγρίτα, στὴ Μπέροβα καὶ στὸ Καρασούλι, ἐνῷ τὸ πρωὶ τῆς ἐπομένης
ἐπιτέθηκαν αἰφνιδιαστικὰ στοὺς Σέρβους καὶ κατέλαβαν τὴ Γευγελή. Κατόπιν αὐτῶν τῶν
γεγονότων, ὁ διοικητὴς τῆς 2ης μεραρχίας ἐπέδωσε τὴν 17η Ἱουνίου τελεσίγραφο πρὸς τὸ
Βούλγαρο φρούραρχο τῆς Θεσσαλονίκης, μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ ζητοῦσε νὰ ἀποχωρήσει τὴν ἴδια
μέρα ἀπὸ τὴν πόλη μὲ ὁλόκληρη τὴ φρουρὰ ἀφοπλισμένη. Μετὰ τὸ πέρας τῆς διορίας καὶ
ἀφοῦ δὲν ὑπῆρξε καμία ἀντίδραση ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Βουλγάρων, μονάδες τῆς 2ης μεραρχίας
ἐκτέλεσαν ἐκκαθαριστικὴ ἐπιχείρηση καὶ μέχρι τὸ πρωὶ τῆς ἐπόμενης ἡμέρας ὁλόκληρο τὸ
βουλγαρικὸ ἀπόσπασμα εἶχε αἰχμαλωτισθεῖ. Τὴν ἴδια περίπου ὥρα ἔφτανε στὴν Θεσσαλονίκη
ὁ ἀρχιστράτηγος Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐνημερώθηκε σχετικά, ἐξέδωσε γενικὴ
διαταγὴ πρὸς ὅλες τὶς μεραρχίες καὶ τὴν ταξιαρχία ἱππικοῦ, μὲ τὴν ὁποία γνωστοποιοῦνταν
ὅτι ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἐγκατέλειπε τὴν ἀμυντική του στάση καὶ θὰ ἐνεργοῦσε ἀντεπίθεση.
Ἔτσι, τὶς παραμονὲς τῆς μάχης Κιλκὶς-Λαχανᾶ ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς εἶχε παραταχθεῖ
ἀπὸ τὴν Μποέμιτσα (Ἀξιούπολη) μέχρι τὸν Στρυμονικὸ κόλπο, σχηματίζοντας ἕνα τεράστιο
τόξο 90 περ. χλμ. Ὡς πρωταρχικὸς στόχος εἶχε ὁρισθεῖ ἡ ἐκπόρθηση δύο ὀχυρότατων θέσεων,
τοῦ Κιλκὶς καὶ τοῦ Λαχανᾶ. Εἰδικότερα, στὸ μέσο τῆς παράταξης εἶχαν τοποθετηθεῖ ἡ 2η, 4η, 5η
καὶ 3η μεραρχία, ποὺ θὰ ἐνεργοῦσαν ἐπίθεση στὸν τομέα τοῦ Κιλκίς, ἐνῷ ἀνατολικότερα ἡ 6η
καὶ 1η μεραρχία θὰ κινοῦνταν πρὸς τὸν τομέα τοῦ Λαχανᾶ. Ἡ 7η μεραρχία, στὸ δεξιὸ ἄκρο, θὰ
προήλαυνε πρὸς τὴ Νιγρίτα, ἐνῷ ἡ 10η μεραρχία, στὸ ἀριστερὸ ἄκρο, θὰ περνοῦσε τὸν Ἀξιὸ
καὶ θὰ ἐπιτίθονταν στὰ ὑψώματα τοῦ Καλλινόβου. Τέλος, ἡ ταξιαρχία ἱππικοῦ εἶχε ἀποστολὴ
νὰ συνδέει τὴν ὁμάδα τοῦ κέντρου μὲ τὴν 10η μεραρχία. Ἀπὸ βουλγαρικῆς πλευρᾶς, στὴν
περιοχὴ βρίσκονταν τμήματα τῆς 2ης στρατιᾶς, συγκεκριμένα 46 τάγματα πεζικοῦ, 12
πυροβολαρχίες καὶ 1 σύνταγμα ἱππικοῦ.
Τὸ πρωὶ τῆς 19ης Ἱουνίου ἄρχισε γενικὴ προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, σύμφωνα μὲ
τὶς διαταγές, ποὺ εἶχαν δοθεῖ τὴν προηγουμένη. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πρώτης αὐτῆς ἡμέρας
τῆς μάχης οἱ 4 κεντρικὲς μεραρχίες πολεμῶντας πεισματικὰ κέρδισαν βῆμα πρὸς βῆμα ὅλη τὴν
περιοχὴ νοτίως τοῦ Κιλκίς καὶ ἑκατέρωθεν τῆς σιδηροδρομικῆς γραμμῆς καὶ τοῦ ποταμοῦ
Γαλλικοῦ, φτάνοντας σὲ ἀπόσταση 5-6 χλμ. ἀπὸ τὴν πόλη. Εἰδικότερα, ἡ 2η μεραρχία
προχώρησε, ὅπως εἶχε διαταχθεῖ, πρὸς βορρά, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ πρῶτο της σύνταγμα
δέχθηκε πυρὰ ἀπὸ βουλγαρικὲς δυνάμεις, ποὺ κατεῖχαν τὰ ὑψώματα γύρω ἀπὸ τὸ χωριὸ
Μάνδρες. Τελικά, μὲ τὴν ἐνίσχυση καὶ τοῦ 7ου συντάγματος ἐπιτέθηκε μὲ τὴ λόγχη καὶ
ἀπώθησε τὸν ἐχθρὸ στὶς 3.30 τὸ ἀπόγευμα. Παράλληλα, ἡ 4η καὶ ἡ 5η μεραρχία προχώρησαν
δεχόμενες τὰ ἰσχυρὰ πυρὰ τοῦ ἐχθρικοῦ πυροβολικοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν ταγμένο στὰ ὑψώματα
ΒΔ τῆς Ξυλοκερατιᾶς. Γιὰ πολλὴ ὥρα καθηλώθηκαν στὸ ὕψος τῆς σιδηροδρομικῆς γραμμῆς, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ ὑποστοῦν βαρύτατες ἀπώλειες, μέχρι νὰ καταληφθοῦν μὲ τὴ λόγχη τὰ πρῶτα
βουλγαρικὰ χαρακώματα. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ 3η μεραρχία ἐπιτέθηκε ἐναντίον τῶν Βουλγάρων,
ποῦ κατεῖχαν τὰ ὑψώματα Ἄνω Ἀποστόλων καὶ Γυναικοκάστρου καὶ τοὺς ἔτρεψε σὲ φυγή,
καταλαμβάνοντας τὰ χωριὰ Πέρινθος καὶ Ξυλοκερατιά. Τέλος, ἡ 10η μεραρχία διέβη τὸν Ἀξιὸ
στὸ ὕψος τῆς Ἀξιούπολης καί, μετὰ ἀπὸ σκληρὴ μάχη στὴν ἀριστερὴ ὄχθη, ἀπώθησε τὸν
ἐχθρό. Τὸ τέλος τῆς πρώτης αὐτῆς ἡμέρας βρῆκε τὸν ἐχθρὸ συρρικνωμένο στὰ ὑψώματα γύρω
ἀπὸ τὸ Κιλκίς.
Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἑλληνικὲς μεραρχίες τοῦ κέντρου τοῦ μετώπου ἦρθαν τόσο σύντομα
σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα δηλώνει τὴν πρόθεση τῶν Βουλγάρων γιὰ αἰφνιδιαστικὴ
ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Θεσσαλονίκης, πρόθεση ποὺ ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἀπὸ πληροφορία
Βούλγαρου αἰχμαλώτου.
Ἡ μάχη συνεχίστηκε σφοδρὴ καὶ τὴν ἑπομένη, 20 Ἰουνίου. Συγκεκριμένα, ἡ 2η
μεραρχία προχώρησε καὶ ἔφτασε σὲ θέση ἐξορμήσεως πρὸς τὴν πόλη τοῦ Κιλκίς, στὰ ὑψώματα
νότια τῆς Ποταμιᾶς, χωρὶς νὰ συναντήσει ἰδιαίτερη ἀντίσταση. Ἡ 4η μεραρχία, ποὺ ἦταν πιὸ
προωθημένη ἀπὸ τὶς ἄλλες, ξεκίνησε στὶς 9.30 τὸ πρωὶ καὶ μέχρι τὸ μεσημέρι εἶχε καταλάβει τὰ
ὑψώματα ἀνατολικὰ τοῦ Σαρηγκιὸλ (Κρηστώνη), ἀλλὰ κατὰ τὶς 5.00 τὸ ἀπόγευμα
ἀκινητοποιήθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ Κιλκὶς σὲ ἀπόσταση 800-1000μ. ἀπὸ τὰ πρῶτα ἐχθρικὰ
χαρακώματα. Ἀνατολικότερα, ἡ 5η μεραρχία προήλασε πρὸς τὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τοῦ
Σαρηγκιόλ, ὅπου ὅμως κατὰ τὶς 3.00 τὸ ἀπόγευμα καθηλώθηκε ἀπὸ τὰ ἐχθρικὰ πυρά, παρὰ
τὴν κάλυψη τοῦ ἑλληνικοῦ πυροβολικοῦ. Τέλος, ἔφτασε, καταδιώκοντας μεμονωμένα
βουλγαρικὰ τμήματα στὰ ὑψώματα Ἀρμουτζῆ, ὅπου καὶ διανυκτέρευσε.
Εἰκόνα 2: Σκηνὴ τῆς μάχης τοῦ Κιλκὶς σὲ λαϊκὴ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς.
Ὅπως ἀποδείχθηκε καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων, οἱ Βούλγαροι εἶχαν ὀχυρώσει τὴν κύρια
ἀμυντική τους γραμμὴ μπροστὰ ἀπὸ τὸ Κιλκὶς μὲ ἕνα πραγματικὸ δάσος ὀρυγμάτων,
ἐνισχυμένων ἀπὸ πολυβολεῖα, ποὺ στὸ κεντρικὸ τμῆμα ἔφταναν σὲ βάθος μέχρι καὶ 6 χλμ.
Ἔτσι, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ κατάληψη τῆς γραμμῆς αὐτῆς μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερες
ἀπώλειες, ἀποφασίστηκε νὰ ἐκτελέσει ἡ 2η μεραρχία πλευρικὸ νυχτερινὸ αἰφνιδιασμό.
Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σχέδιο, τὸ 1ο καὶ 7ο σύνταγμα τῆς 2ης μεραρχίας πέρασαν τὸ Γαλλικὸ
ποταμὸ καὶ στὶς 3.30 πλησίαζαν τὰ ἐχθρικὰ χαρακώματα. Οἱ κινήσεις τοὺς ἔγιναν ἀντιληπτὲς
ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ποὺ νόμισαν ὅτι πρόκειται γιὰ γενικὴ νυχτερινὴ ἐπίθεση. Ἀκολούθησε
ἀνταλλαγὴ πυρῶν τοῦ πυροβολικοῦ γιὰ μία ὥρα περίπου. Στὸ μεταξύ, στὶς 4.10 περίπου τὰ
δύο συντάγματα κατέλαβαν τὴν πρώτη ἐχθρικὴ γραμμή, στὶς 5.00 τὴ δεύτερη καὶ ἔπειτα ἀπὸ
σκληρή, σῶμα μὲ σῶμα, μάχη κατέλαβαν, κατὰ τὶς 10.00 τὸ πρωὶ τὴν τρίτη καὶ πιὸ ὀχυρὴ θέση.
Εἰκόνα 3: Σκηνὴ τῆς μάχης τοῦ Λαχανᾶ σὲ λαϊκὴ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς.
Μὲ τὴν ἀνατολὴ τῆς τρίτης καὶ τελευταίας ἡμέρας τῆς μάχης, ἐπιτέθηκαν καὶ οἱ
ὑπόλοιπες μεραρχίες (4η, 5η καὶ 3η) ἐναντίον τῶν ἀπέναντί τους ἐχθρῶν. Μὲ αὐτοθυσία καὶ
μεγάλες ἀπώλειες προχώρησαν καταλαμβάνοντας τὰ ἐχθρικὰ χαρακώματα καὶ φτάνοντας στὶς
11.00 στὶς παρυφές τοῦ Κιλκίς. Τὴν ἴδια ὥρα περίπου οἱ Βούλγαροι ὑποχώρησαν σὲ ὅλο τὸ
μῆκος τοῦ μετώπου καί, ἔπειτα ἀπὸ διαταγὴ τοῦ Κωνσταντίνου, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἐκτέλεσε
καταδίωξη. Παράλληλα, ἡ 10η μεραρχία στὸ ἀριστερὸ ἄκρο τῆς παράταξης διέθεσε ὅλες τὶς
δυνάμεις της γιὰ τὴν κατάληψη τοῦ Καλλινόβου, στόχος ποὺ ἐπιτεύχθηκε τὶς πρῶτες
ἀπογευματινὲς ὥρες.
Στὸ δυτικὸ θέατρο τῶν ἐπιχειρήσεων, ἡ κατάσταση ἐξελίχθηκε μὲ παρόμοιο τρόπο. Οἱ
δύο μεραρχίες, 1η καὶ 6η, μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς πορεῖες καὶ μάχες σῶμα μὲ σῶμα, κατέλαβαν τὸ
χωριὸ Ὄσσα, τὴν Ἀσσηρὸ καὶ τὸ Λαχανᾶ.
Ἡ μάχη Κιλκὶς-Λαχανᾶ, παρότι ὑπῆρξε ἡ πρώτη μόλις μίας σειρᾶς μαχῶν μεταξὺ τῶν
μέχρι πρότινος συμμάχων τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου, λειτούργησε ὡς καταλύτης γιὰ τὴν
ἐξέλιξη τῶν μετέπειτα γεγονότων. Ἡ προσφορά της ἔγκειται κυρίως στὸ ὅτι ἐπέφερε ἕνα
καίριο πλῆγμα στὸ βουλγαρικὸ στρατό, τόσο σὲ
ἐπίπεδο μαχητικό, ὅσο καὶ στὸν ψυχολογικὸ τομέα,
καθὼς ἀπέδειξε πὼς ὁ ἐχθρὸς δὲν ἦταν ἀήττητος,
γκρεμίζοντας ἔτσι τὸ προπαγανδιστικὸ κατασκεύασμα
τῶν Βουλγάρων, ποὺ ἀναφέρθηκε παραπάνω.
Παράλληλα, ἡ μάχη αὐτὴ ἀνέδειξε τὴ γενναιότητα καὶ
τὴν αὐτοθυσία τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν, ποὺ
κατειλημμένοι ἀπὸ μία «ἱερὴ τρέλα» ἔπεφταν
κυριολεκτικὰ πάνω στὰ ἐχθρικὰ πολυβόλα χωρὶς
κανέναν ἐνδοιασμό, σπέρνοντας τὸν πανικὸ στοὺς
Βούλγαρους στρατιῶτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ
ἐγκαταλείπουν τὶς θέσεις μάχης καὶ νὰ φεύγουν
κυνηγημένοι καὶ ἀναγκάζοντας τὸν Βούλγαρο
ταγματάρχη Ἡλίεφ νὰ ὁμολογήσει ὅτι: «Ὁ στρατός μας
δὲν ἀντέχει πρὸ τῶν φοβερῶν ἐφόδων σας. Εἰς τὸ Κιλκὶς
τὴν ὁρμήν σας τὴν ἐξηγήσαμεν κάτ’ ἀρχὰς ὡς δεῖγμα τῆς
ἐσχάτης ἀπελπισίας σας. Μόνον μανιακοί, μεθυσμένοι ἢ
ἀπηλπισμένοι θὰ ἔκαμναν τοιαύτας φρενήρεις ἐπιθέσεις,
ἀκάλυπτοι, δεκατιζόμενοι, ἐναντίον τῶν πυροβολείων.
Ἀλλ’ ἐπείσθημεν κατόπιν ὅτι οἱ θυελλώδεις ἔφοδοί σας, μὲ τὰς ὁποίας ἐπετύχατε τὴν μείωσιν
τοῦ ἠθικοῦ τῶν ἀνδρῶν μας, δὲν ἦσαν ἀποτέλεσμα παραλογισμοῦ ἢ ἀπελπισίας, ἀλλ’
ἀνάγονται εἰς σύστημα ἰδιαίτερον, εἰς τὴν ἄγραφον ἐκείνην τακτικὴν τοῦ στρατοῦ σας, τὴν
σύμφωνον πρὸς τὴν ἐθνικὴν ἰδιοσυγκρασίαν σας».
Λαφτσίδης Ἀλέξανδρος,
Κάτοχος μεταπτυχιακοῦ διπλώματος
κλασικῆς ἀρχαιολογίας Α.Π.Θ.
Βιβλιογραφία
• Ἱστορία τοῦ Ελληνικού Ἔθνους, τομ. ΙΔ, Ἀθήνα 1977, σ. 342-344.
• Ἐχέδωρος Γ., Ἱστορία τοῦ Κιλκίς (Ἡ μεταξὺ Πάικου καὶ Κρουσίων χώρα), Κιλκίς 1996,
σσ. 326-340.-
«Ἡ μάχη τοῦ Κιλκίς-Λαχανᾶ»
Ἡ σπουδαιότητα τῆς μάχης Κιλκίς-Λαχανᾶ (19-21 Ἰουνίου 1913), ἡ ὁποία ἔκλεισε τὸν
Β΄ Βαλκανικὸ πόλεμο, εἶναι πολὺ μεγάλη. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα γεγονότα
τοῦ προηγούμενου αἰῶνα, καθὼς ἐπαναπροσδιόρισε τὰ Β καὶ Α ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους,
ποῦ ἕως τότε περιορίζονταν μέχρι τὴν Θεσσαλία καὶ ἐπέτρεψε τὴν ἐνσωμάτωση στὸν ἐθνικὸ
κορμό, τῶν Ἑλλήνων τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, ἔπειτα ἀπὸ πέντε σχεδὸν αἰῶνες
τουρκικῆς κατοχῆς. Παράλληλα, καθιέρωσε τὴν Ἑλλάδα ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς κυριότερους
ῥυθμιστικοὺς παράγοντες τῶν βαλκανικῶν πραγμάτων καὶ ἀναίρεσε τὴν βουλγαρικὴ
προπαγάνδα, ποὺ ἦταν ἰδιαίτερα προβεβλημένη στὴν Εὐρώπη καὶ παρουσίαζε τὴν Βουλγαρία
ὡς τὸ ἰσχυρότερο κράτος τῆς περιοχῆς καὶ κύριο ὑπαίτιο τῶν ἐπιτυχιῶν τοῦ βαλκανικοῦ
συνασπισμοῦ (Ἑλλάς, Σερβία, Βουλγαρία) ἐναντίον τῆς Τουρκίας, κατὰ τὸν Α΄ Βαλκανικὸ
πόλεμο. Τὸ παρὸν ἄρθρο ἐπιχειρεῖ νὰ παρουσιάσει τὰ σημαντικότερα σημεῖα τῆς ἱστορικῆς
αὐτῆς μάχης, τῆς ὁποίας ἡ αντιπροσώπευση καὶ προβολὴ στὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια εἶναι
δυστυχῶς ἀντιστρόφως ἀνάλογη τῆς ἱστορικῆς τῆς σημασίας, ὅπως αὐτὴ σχολιάστηκε
παραπάνω.
Οἱ ἡμέρες λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐν λόγῳ μάχη χαρακτηρίζονταν ἀπὸ ἕνα κλίμα
ἀβεβαιότητας καὶ ἀνασφάλειας, ποῦ ὀφειλόταν κυρίως στὶς ἀπροκάλυπτα ἐχθρικὲς ἐνέργειες
τῶν Βουλγάρων, τόσο ἕναντι τῶν Ἑλλήνων ὅσο καὶ ἀπέναντι στοὺς Σέρβους˙ στόχος τῶν
Βουλγάρων ἦταν νὰ καταλάβουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα ἀπὸ τὰ διεκδικούμενα ἐδάφη,
πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναμενόμενη μεσολάβηση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Συγκεκριμένα, τὸ ἀπόγευμα
τῆς 16ης Ἱουνίου βουλγαρικὲς δυνάμεις ἐπιτέθηκαν ἐναντίον ἑλληνικῶν μονάδων προκαλύψεως
στὶς Ἐλευθερές, στὴ Νιγρίτα, στὴ Μπέροβα καὶ στὸ Καρασούλι, ἐνῷ τὸ πρωὶ τῆς ἐπομένης
ἐπιτέθηκαν αἰφνιδιαστικὰ στοὺς Σέρβους καὶ κατέλαβαν τὴ Γευγελή. Κατόπιν αὐτῶν τῶν
γεγονότων, ὁ διοικητὴς τῆς 2ης μεραρχίας ἐπέδωσε τὴν 17η Ἱουνίου τελεσίγραφο πρὸς τὸ
Βούλγαρο φρούραρχο τῆς Θεσσαλονίκης, μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ ζητοῦσε νὰ ἀποχωρήσει τὴν ἴδια
μέρα ἀπὸ τὴν πόλη μὲ ὁλόκληρη τὴ φρουρὰ ἀφοπλισμένη. Μετὰ τὸ πέρας τῆς διορίας καὶ
ἀφοῦ δὲν ὑπῆρξε καμία ἀντίδραση ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Βουλγάρων, μονάδες τῆς 2ης μεραρχίας
ἐκτέλεσαν ἐκκαθαριστικὴ ἐπιχείρηση καὶ μέχρι τὸ πρωὶ τῆς ἐπόμενης ἡμέρας ὁλόκληρο τὸ
βουλγαρικὸ ἀπόσπασμα εἶχε αἰχμαλωτισθεῖ. Τὴν ἴδια περίπου ὥρα ἔφτανε στὴν Θεσσαλονίκη
ὁ ἀρχιστράτηγος Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐνημερώθηκε σχετικά, ἐξέδωσε γενικὴ
διαταγὴ πρὸς ὅλες τὶς μεραρχίες καὶ τὴν ταξιαρχία ἱππικοῦ, μὲ τὴν ὁποία γνωστοποιοῦνταν
ὅτι ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἐγκατέλειπε τὴν ἀμυντική του στάση καὶ θὰ ἐνεργοῦσε ἀντεπίθεση.
Ἔτσι, τὶς παραμονὲς τῆς μάχης Κιλκὶς-Λαχανᾶ ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς εἶχε παραταχθεῖ
ἀπὸ τὴν Μποέμιτσα (Ἀξιούπολη) μέχρι τὸν Στρυμονικὸ κόλπο, σχηματίζοντας ἕνα τεράστιο
τόξο 90 περ. χλμ. Ὡς πρωταρχικὸς στόχος εἶχε ὁρισθεῖ ἡ ἐκπόρθηση δύο ὀχυρότατων θέσεων,
τοῦ Κιλκὶς καὶ τοῦ Λαχανᾶ. Εἰδικότερα, στὸ μέσο τῆς παράταξης εἶχαν τοποθετηθεῖ ἡ 2η, 4η, 5η
καὶ 3η μεραρχία, ποὺ θὰ ἐνεργοῦσαν ἐπίθεση στὸν τομέα τοῦ Κιλκίς, ἐνῷ ἀνατολικότερα ἡ 6η
καὶ 1η μεραρχία θὰ κινοῦνταν πρὸς τὸν τομέα τοῦ Λαχανᾶ. Ἡ 7η μεραρχία, στὸ δεξιὸ ἄκρο, θὰ
προήλαυνε πρὸς τὴ Νιγρίτα, ἐνῷ ἡ 10η μεραρχία, στὸ ἀριστερὸ ἄκρο, θὰ περνοῦσε τὸν Ἀξιὸ
καὶ θὰ ἐπιτίθονταν στὰ ὑψώματα τοῦ Καλλινόβου. Τέλος, ἡ ταξιαρχία ἱππικοῦ εἶχε ἀποστολὴ
νὰ συνδέει τὴν ὁμάδα τοῦ κέντρου μὲ τὴν 10η μεραρχία. Ἀπὸ βουλγαρικῆς πλευρᾶς, στὴν
περιοχὴ βρίσκονταν τμήματα τῆς 2ης στρατιᾶς, συγκεκριμένα 46 τάγματα πεζικοῦ, 12
πυροβολαρχίες καὶ 1 σύνταγμα ἱππικοῦ.
Τὸ πρωὶ τῆς 19ης Ἱουνίου ἄρχισε γενικὴ προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, σύμφωνα μὲ
τὶς διαταγές, ποὺ εἶχαν δοθεῖ τὴν προηγουμένη. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πρώτης αὐτῆς ἡμέρας
τῆς μάχης οἱ 4 κεντρικὲς μεραρχίες πολεμῶντας πεισματικὰ κέρδισαν βῆμα πρὸς βῆμα ὅλη τὴν
περιοχὴ νοτίως τοῦ Κιλκίς καὶ ἑκατέρωθεν τῆς σιδηροδρομικῆς γραμμῆς καὶ τοῦ ποταμοῦ
Γαλλικοῦ, φτάνοντας σὲ ἀπόσταση 5-6 χλμ. ἀπὸ τὴν πόλη. Εἰδικότερα, ἡ 2η μεραρχία
προχώρησε, ὅπως εἶχε διαταχθεῖ, πρὸς βορρά, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ πρῶτο της σύνταγμα
δέχθηκε πυρὰ ἀπὸ βουλγαρικὲς δυνάμεις, ποὺ κατεῖχαν τὰ ὑψώματα γύρω ἀπὸ τὸ χωριὸ
Μάνδρες. Τελικά, μὲ τὴν ἐνίσχυση καὶ τοῦ 7ου συντάγματος ἐπιτέθηκε μὲ τὴ λόγχη καὶ
ἀπώθησε τὸν ἐχθρὸ στὶς 3.30 τὸ ἀπόγευμα. Παράλληλα, ἡ 4η καὶ ἡ 5η μεραρχία προχώρησαν
δεχόμενες τὰ ἰσχυρὰ πυρὰ τοῦ ἐχθρικοῦ πυροβολικοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν ταγμένο στὰ ὑψώματα
ΒΔ τῆς Ξυλοκερατιᾶς. Γιὰ πολλὴ ὥρα καθηλώθηκαν στὸ ὕψος τῆς σιδηροδρομικῆς γραμμῆς, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ ὑποστοῦν βαρύτατες ἀπώλειες, μέχρι νὰ καταληφθοῦν μὲ τὴ λόγχη τὰ πρῶτα
βουλγαρικὰ χαρακώματα. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ 3η μεραρχία ἐπιτέθηκε ἐναντίον τῶν Βουλγάρων,
ποῦ κατεῖχαν τὰ ὑψώματα Ἄνω Ἀποστόλων καὶ Γυναικοκάστρου καὶ τοὺς ἔτρεψε σὲ φυγή,
καταλαμβάνοντας τὰ χωριὰ Πέρινθος καὶ Ξυλοκερατιά. Τέλος, ἡ 10η μεραρχία διέβη τὸν Ἀξιὸ
στὸ ὕψος τῆς Ἀξιούπολης καί, μετὰ ἀπὸ σκληρὴ μάχη στὴν ἀριστερὴ ὄχθη, ἀπώθησε τὸν
ἐχθρό. Τὸ τέλος τῆς πρώτης αὐτῆς ἡμέρας βρῆκε τὸν ἐχθρὸ συρρικνωμένο στὰ ὑψώματα γύρω
ἀπὸ τὸ Κιλκίς.
Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἑλληνικὲς μεραρχίες τοῦ κέντρου τοῦ μετώπου ἦρθαν τόσο σύντομα
σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα δηλώνει τὴν πρόθεση τῶν Βουλγάρων γιὰ αἰφνιδιαστικὴ
ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Θεσσαλονίκης, πρόθεση ποὺ ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἀπὸ πληροφορία
Βούλγαρου αἰχμαλώτου.
Ἡ μάχη συνεχίστηκε σφοδρὴ καὶ τὴν ἑπομένη, 20 Ἰουνίου. Συγκεκριμένα, ἡ 2η
μεραρχία προχώρησε καὶ ἔφτασε σὲ θέση ἐξορμήσεως πρὸς τὴν πόλη τοῦ Κιλκίς, στὰ ὑψώματα
νότια τῆς Ποταμιᾶς, χωρὶς νὰ συναντήσει ἰδιαίτερη ἀντίσταση. Ἡ 4η μεραρχία, ποὺ ἦταν πιὸ
προωθημένη ἀπὸ τὶς ἄλλες, ξεκίνησε στὶς 9.30 τὸ πρωὶ καὶ μέχρι τὸ μεσημέρι εἶχε καταλάβει τὰ
ὑψώματα ἀνατολικὰ τοῦ Σαρηγκιὸλ (Κρηστώνη), ἀλλὰ κατὰ τὶς 5.00 τὸ ἀπόγευμα
ἀκινητοποιήθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὸ Κιλκὶς σὲ ἀπόσταση 800-1000μ. ἀπὸ τὰ πρῶτα ἐχθρικὰ
χαρακώματα. Ἀνατολικότερα, ἡ 5η μεραρχία προήλασε πρὸς τὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τοῦ
Σαρηγκιόλ, ὅπου ὅμως κατὰ τὶς 3.00 τὸ ἀπόγευμα καθηλώθηκε ἀπὸ τὰ ἐχθρικὰ πυρά, παρὰ
τὴν κάλυψη τοῦ ἑλληνικοῦ πυροβολικοῦ. Τέλος, ἔφτασε, καταδιώκοντας μεμονωμένα
βουλγαρικὰ τμήματα στὰ ὑψώματα Ἀρμουτζῆ, ὅπου καὶ διανυκτέρευσε.
Εἰκόνα 2: Σκηνὴ τῆς μάχης τοῦ Κιλκὶς σὲ λαϊκὴ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς.
Ὅπως ἀποδείχθηκε καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων, οἱ Βούλγαροι εἶχαν ὀχυρώσει τὴν κύρια
ἀμυντική τους γραμμὴ μπροστὰ ἀπὸ τὸ Κιλκὶς μὲ ἕνα πραγματικὸ δάσος ὀρυγμάτων,
ἐνισχυμένων ἀπὸ πολυβολεῖα, ποὺ στὸ κεντρικὸ τμῆμα ἔφταναν σὲ βάθος μέχρι καὶ 6 χλμ.
Ἔτσι, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ κατάληψη τῆς γραμμῆς αὐτῆς μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερες
ἀπώλειες, ἀποφασίστηκε νὰ ἐκτελέσει ἡ 2η μεραρχία πλευρικὸ νυχτερινὸ αἰφνιδιασμό.
Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σχέδιο, τὸ 1ο καὶ 7ο σύνταγμα τῆς 2ης μεραρχίας πέρασαν τὸ Γαλλικὸ
ποταμὸ καὶ στὶς 3.30 πλησίαζαν τὰ ἐχθρικὰ χαρακώματα. Οἱ κινήσεις τοὺς ἔγιναν ἀντιληπτὲς
ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ποὺ νόμισαν ὅτι πρόκειται γιὰ γενικὴ νυχτερινὴ ἐπίθεση. Ἀκολούθησε
ἀνταλλαγὴ πυρῶν τοῦ πυροβολικοῦ γιὰ μία ὥρα περίπου. Στὸ μεταξύ, στὶς 4.10 περίπου τὰ
δύο συντάγματα κατέλαβαν τὴν πρώτη ἐχθρικὴ γραμμή, στὶς 5.00 τὴ δεύτερη καὶ ἔπειτα ἀπὸ
σκληρή, σῶμα μὲ σῶμα, μάχη κατέλαβαν, κατὰ τὶς 10.00 τὸ πρωὶ τὴν τρίτη καὶ πιὸ ὀχυρὴ θέση.
Εἰκόνα 3: Σκηνὴ τῆς μάχης τοῦ Λαχανᾶ σὲ λαϊκὴ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς.
Μὲ τὴν ἀνατολὴ τῆς τρίτης καὶ τελευταίας ἡμέρας τῆς μάχης, ἐπιτέθηκαν καὶ οἱ
ὑπόλοιπες μεραρχίες (4η, 5η καὶ 3η) ἐναντίον τῶν ἀπέναντί τους ἐχθρῶν. Μὲ αὐτοθυσία καὶ
μεγάλες ἀπώλειες προχώρησαν καταλαμβάνοντας τὰ ἐχθρικὰ χαρακώματα καὶ φτάνοντας στὶς
11.00 στὶς παρυφές τοῦ Κιλκίς. Τὴν ἴδια ὥρα περίπου οἱ Βούλγαροι ὑποχώρησαν σὲ ὅλο τὸ
μῆκος τοῦ μετώπου καί, ἔπειτα ἀπὸ διαταγὴ τοῦ Κωνσταντίνου, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἐκτέλεσε
καταδίωξη. Παράλληλα, ἡ 10η μεραρχία στὸ ἀριστερὸ ἄκρο τῆς παράταξης διέθεσε ὅλες τὶς
δυνάμεις της γιὰ τὴν κατάληψη τοῦ Καλλινόβου, στόχος ποὺ ἐπιτεύχθηκε τὶς πρῶτες
ἀπογευματινὲς ὥρες.
Στὸ δυτικὸ θέατρο τῶν ἐπιχειρήσεων, ἡ κατάσταση ἐξελίχθηκε μὲ παρόμοιο τρόπο. Οἱ
δύο μεραρχίες, 1η καὶ 6η, μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς πορεῖες καὶ μάχες σῶμα μὲ σῶμα, κατέλαβαν τὸ
χωριὸ Ὄσσα, τὴν Ἀσσηρὸ καὶ τὸ Λαχανᾶ.
Ἡ μάχη Κιλκὶς-Λαχανᾶ, παρότι ὑπῆρξε ἡ πρώτη μόλις μίας σειρᾶς μαχῶν μεταξὺ τῶν
μέχρι πρότινος συμμάχων τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου, λειτούργησε ὡς καταλύτης γιὰ τὴν
ἐξέλιξη τῶν μετέπειτα γεγονότων. Ἡ προσφορά της ἔγκειται κυρίως στὸ ὅτι ἐπέφερε ἕνα
καίριο πλῆγμα στὸ βουλγαρικὸ στρατό, τόσο σὲ
ἐπίπεδο μαχητικό, ὅσο καὶ στὸν ψυχολογικὸ τομέα,
καθὼς ἀπέδειξε πὼς ὁ ἐχθρὸς δὲν ἦταν ἀήττητος,
γκρεμίζοντας ἔτσι τὸ προπαγανδιστικὸ κατασκεύασμα
τῶν Βουλγάρων, ποὺ ἀναφέρθηκε παραπάνω.
Παράλληλα, ἡ μάχη αὐτὴ ἀνέδειξε τὴ γενναιότητα καὶ
τὴν αὐτοθυσία τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν, ποὺ
κατειλημμένοι ἀπὸ μία «ἱερὴ τρέλα» ἔπεφταν
κυριολεκτικὰ πάνω στὰ ἐχθρικὰ πολυβόλα χωρὶς
κανέναν ἐνδοιασμό, σπέρνοντας τὸν πανικὸ στοὺς
Βούλγαρους στρατιῶτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ
ἐγκαταλείπουν τὶς θέσεις μάχης καὶ νὰ φεύγουν
κυνηγημένοι καὶ ἀναγκάζοντας τὸν Βούλγαρο
ταγματάρχη Ἡλίεφ νὰ ὁμολογήσει ὅτι: «Ὁ στρατός μας
δὲν ἀντέχει πρὸ τῶν φοβερῶν ἐφόδων σας. Εἰς τὸ Κιλκὶς
τὴν ὁρμήν σας τὴν ἐξηγήσαμεν κάτ’ ἀρχὰς ὡς δεῖγμα τῆς
ἐσχάτης ἀπελπισίας σας. Μόνον μανιακοί, μεθυσμένοι ἢ
ἀπηλπισμένοι θὰ ἔκαμναν τοιαύτας φρενήρεις ἐπιθέσεις,
ἀκάλυπτοι, δεκατιζόμενοι, ἐναντίον τῶν πυροβολείων.
Ἀλλ’ ἐπείσθημεν κατόπιν ὅτι οἱ θυελλώδεις ἔφοδοί σας, μὲ τὰς ὁποίας ἐπετύχατε τὴν μείωσιν
τοῦ ἠθικοῦ τῶν ἀνδρῶν μας, δὲν ἦσαν ἀποτέλεσμα παραλογισμοῦ ἢ ἀπελπισίας, ἀλλ’
ἀνάγονται εἰς σύστημα ἰδιαίτερον, εἰς τὴν ἄγραφον ἐκείνην τακτικὴν τοῦ στρατοῦ σας, τὴν
σύμφωνον πρὸς τὴν ἐθνικὴν ἰδιοσυγκρασίαν σας».
Λαφτσίδης Ἀλέξανδρος,
Κάτοχος μεταπτυχιακοῦ διπλώματος
κλασικῆς ἀρχαιολογίας Α.Π.Θ.
Βιβλιογραφία
• Ἱστορία τοῦ Ελληνικού Ἔθνους, τομ. ΙΔ, Ἀθήνα 1977, σ. 342-344.
• Ἐχέδωρος Γ., Ἱστορία τοῦ Κιλκίς (Ἡ μεταξὺ Πάικου καὶ Κρουσίων χώρα), Κιλκίς 1996,
σσ. 326-340.-
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)